ἀναστονάχημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναστονάχημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναστονάχημα τό, ἀναστουλούχισμα Δ.Κρήτ. ἀνεστουλούχισμα Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. *ἀναστοναχῶ. Τὸ *ἀναστουλούχισμα κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς -ίζω ρ. παραγόμενα.
Σημασιολογία
Λυγμός: Νὰ κάνῃς δουλε͜ιὰ καὶ ν᾿ ἀφήσῃς τ᾽ ἀνεστουλούχισμα, γιˬατὶ θὰ τσοὶ φάς πλεˬὰ καλά! Παράτα τ᾽ ἀνεστουλούχισμα. Συνών. *ἀναστοναχημός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA