βρίσκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρίσκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βρίσκω, εὑρίσκω Ἀπουλ. Ἰκαρ. Κάρπ. Κύπρ. Πόντ. Οἰν. Ὄφ.) Ρόδ. κ.ἀ. ἰβρίσκου Θεσσ. (Ζαγορ.) Θράκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Γρεβεν.) κ.ἀ. εὑρήκω Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) εὑρένω Πόντ. (Ἀμισ.) ηὑρίκω Καππ. ἑρίου Τσακων. ἑρέχου Τσακων. βρίσκω κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ.) βρίκω Καππ. (Ἀραβάν.) βρίσκου βόρ. ἰδιώμ. βρίκου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βίισκου Σαμοθρ. βρ’σκὼ Πάρ. (Λεῦκ.) βρίσκνου Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) βρίσ-σω Κάλυμν. Χίος (Πυργ.) βρί-ω Κύπρ. βίσκω Θρᾴκ. (Ταϊφ.) βρίσκω Σκῦρ. βρίσχνω Θρᾴκ. βρίχνω Κρήτ. μπρίσκω Ἀπουλ. (Καλημ.) βρίγνω Κρήτ. βρίγου Καππ. (Μαλακ.) βρίξου Καππ. βρίστω Κρήτ. βρίστου Λέσβ. βρίτσω Πόντ. (Ἰνέπ.) βρέσκω Εὔβ. (Κουρ.) Ζάκ. Ἤπ. Ἰκαρ. Κύθηρ. Πελοπν. (Κόκκιν. Μάν. κ.ἀ.) Προπ. (Κύζ. Πάνορμ.) Τῆν. κ.ἀ. βρέθω Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) βρένω Θρᾴκ. (Σάκκ.) Πόντ. (Ἀμισ.) Ἀόρ. βρῆκα κοιν. ηὗρα σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.) εὗρα Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Χαλδ.) ἧγρα Καππ. (Φάρασ.) εὕρηκα Ζάκ. Ἤπ. Νάξ. Νίσυρ. Σύμ. κ.ἀ. ηὕρηκα Ἀπουλ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. Λευκ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.) κ.ἀ ηὕρακα Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. Ἀπαρ. ἐνεστ. εὑρηκεῖναι Πόντ. (Τραπ.) ἀόρ. εὑρεῖναι Πόντ. (Τραπ.) εὗρναι Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) εὑρέναι Πόντ. (Σαράχ.) Μετοχ. βρίσκοντας κοιν. βρίσκοντα Πελοπν. (Λεντεκ. Μάν.) βρόντα Ἀπουλ. βρήκοντα Ἀπουλ. Παθ. βρέσκομαι Μύκ. βρέθομαι Κύπρ. βρέχουμαι Κύπρ. βρισκει͜έμαι Βιθυν. εὑρισκοῦμαι Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Ὄφ. Χαλδ. κ.ἀ. Ἀπαρ. εὑρεθῆναι Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) εὑρεθναι Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Μετοχ. εὑρημένος Πόντ. (Οἰν.) εὑρεμένος Πόντ. (Κοτύωρ.) βρεμένος Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. βριμ-μένο Ἀπουλ. βρεσμένος Πελοπ. (Μάν.) βρισκημένος Θήρ. κ.ἀ. βρισκισμένος Νάξ. κ.ἀ. βρισμένος Σίφν. βρωμένος ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 7 (1910/11) 50. Οὐδ. βρισκόμενον Κύπρ. βρισκούμενο σύνηθ. βρισκούμινου βόρ. ἰδιώμ. βρεσκάμενο Μύκ. βρισκάμινου Κυδων. Λέσβ. Μακεδ. βρικάμινου Μακεδ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. βρίσκω, ὁ ἐκ τοῦ ἀρχ. εὑρίσκω. Ὁ τύπ. εὑρήκω ἐκ τοῦ ἀρχ. παρακειμένου εὕρηκα. Εἰς τὸ βρίσκνου τὸ ν ἐγεννήθη ἀναλογικῶς ὅπως καὶ εἰς τὸ φέρνω, παίρνω, δέρνω κττ. κατὰ τὰ παλαιὰ δάκνω, κάμνω, τέμνω κττ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 291. Τὸ βρί-ω ἐκ τοῦ γ΄ προσώπ. βρί-ει, ἐν ᾧ τὸ – ἀπὸ τὸ σκ–στ, ὅπως καὶ σκοινὶ - στοινὶ - -οινὶ κττ. Τὸ βρίστω ἐκ τοῦ μέσ. βρίστομαι, τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ γ΄ προσώπ. βρίστεται, ἐν ᾧ ἀφομοίωσις τοῦ κ πρὸς τὸ ἑπόμενον τ. Ἰδ. HPernot Phonétique des parlers de Chio 442. Τὸ βρέσκω ἐκ τοῦ μέσ. βρέσκομαι, ὃ ἔχει τὸ ε ἀπὸ τὸν ἀόρ. εὑρέθην, βρέθηκα. Τὸ βρέθω ἐκ τοῦ μέσ. βρέθομαι, ὃ ἔχει τὸ θ κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ ἀορ. βρέθηκα. Ἡ μετοχ. βρωμένος κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ἀορ. νὰ βρῶ ἢ τοῦ μέλλ. θὰ βρῶ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἔνθ᾽ ἀν. Διὰ τὴν ἀπώλειαν τοῦ ρ εἰς τὸν τύπ. βίσκω ἰδ. ἈνθΠαπαδοπ. Γραμματ. βορ. ἰδιωμ. 33.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Εὑρίσκω κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καππ. (Ἀραβάν. Μαλακ. Φάρασ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Γυρεύω τόση ὥρα καὶ δὲν τὸ βρίσκω. Εἶδα κ᾿ ἔπαθα νὰ τὸ βρῶ. Τοῦ βρῆκαν φταίξιμο. Δὲ βρίσκεται τίποτε, ὅσο κιˬ ἂν γυρέψῃς κοιν. Ἐγροίκ᾽ σετε εὑρεῖναι τ᾿ ὀσπίτ’; (κατωρθώσατε νὰ βρῆτε τὸ σπίτι;) Τραπ. Ἐγροίτεσετε εὑρνετε τ᾽ ὀσπίτ’; Ὄφ. Νὰ εἶες εὑρηκεῖναι τὸν κύρι σ᾽, εἶες ἀγκαλστῆν’ -ἀτον (ἂν ἤθελες εὕρει τὸν πατέρα σου, θὰ τὸν ἐνηγκαλίζεσο) Τραπ. || Φρ. Ποῦ τὸν χάνεις, ποῦ τὸν βρίσκεις, ᾿ς τὸ δεῖνα μέρος (ἐπὶ ἀνθρώπου κατὰ συνήθειαν συχνάζοντος εἰς ὡρισμένον μέρος). Βρίσκω τὸ δίκα͜ιο μου (ἀναγνωρίζεται ὑπὸ ἄλλων τὸ δίκαιόν μου) κοιν. Κάτσε βρές τον (ἐπὶ ἐξαφανισθέντος ἐνόχου) σύνηθ. Ὅπου τό ’βρω κιˬ ὅπου μ’ εὕρῃ (ἐνν. τὸ προσφάγειον, ἐπὶ λιτῆς διαίτης) Πελοπν. (Δημητσάν.) Ὁdὲ μὲ βρῇς, μὲ πᾶρε, γιˬὰ νὰ μ᾿ ἔχῃς, ὅdε θέλῃς Κρήτ. || ᾌσμ. Μὴ μοῦ δώνῃς μὶ τὴν τσότρα | κὶ δὲ βρίσκνου κὶ τὴν πόρτα Αἶν. Μὴν κλαίς μὴν κλαίς, νυφίτσα μου, καὶ μὴν παραπονει͜έσαι, ἂν θέλῃς μάννα, βρίτσω σε, κιˬ ἂν θέλῃς ἀδερφάδες, ἂν θέλῃς καὶ ’ειτόνισσες, ἀπὸ τοὶς εἶχες κάλλιˬο Ἰνέπ. β) Συναντῶ, ἀπαντῶ κοιν.: Ἐκεῖ ποῦ πήγαινα ’ς τὸ δρόμο βρίσκω τὸ φίλο μου δεῖνα. Βρῆκα ἕνα λαγὸ καὶ τὸν πέτυχα. || Φρ. Ὅπου θές τὸν βρίσκεις (ἐπὶ δραστηρίου ἀνθρώπου). Καλῶς σᾶς βρῆκα! (χαιρετισμὸς κατὰ τὴν συνάντησιν ὡς ἀπάντησις εἰς τὸ καλῶς ὥρισες) κοιν. Βρίσκω τὸν πάτο (ἐπὶ ἐξαντλήσεως τοῦ περιεχομένου εἰς δοχεῖον, συνήθως ποτηρίου οἴνου) πολλαχ. Καλῶς νὰ σ’ εὕρω! (εὐχὴ συμποτικὴ) Κρήτ. Πελοπν. (Κυνουρ.) Σκῦρ κ.ἀ. ᾎσμ. ’Σ τὸν δρόμον ὅπου πήγαινε τὸν χαραμὴν εὑρίσκει, ἕνας τὸν κρού’ μὲ τὸ σπαθὶ κιˬ ἄλλος μὲ τὸ κοντάρι (χαραμὴς = ληστὴς) Κάρπ. Καὶ ἐπὶ ἀψύχων κοιν.: Φρ. Βρῆκε ὁ κόμπος τὸ χτένι (ἐπὶ προσκόμματος). γ) Ἐντυγχάνω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.): Πῆγα ᾿ς τὸ σπίτι καὶ βρῆκα τὴν πόρτα κλειστή. ’Σ τὸ δρόμο ποῦ πήγαιναν βρῆκαν μιˬὰ μηλεˬὰ κοιν. Πούπετα δὲν ηὕρακα σὰν τὴ δική σου γνώμη Πελοπν. (Μάν.) || Φρ. βρῆκες τραπέζι; κάθισε, βρῆκες ξυλεˬές; τραυίξου Πελοπν. (Τριφυλ.) Βρίσκω γνωριμιˬὰ (γνωρίζομαι μετά τινος) Ἀθῆν. Βρῆκα παλα͜ιὰ γνωριμιˬὰ (παλαιὸν φίλον) αὐτόθ. || Παροιμ. φρ. Ὄχι ὅπως ἤξερες, ὅπως βρῆκες (πρὸς τὸν δυσκολευόμενον νὰ λησμονήσῃ παλαιὰς συνηθείας καὶ κυρίως παλαιὰν εὐμάρειαν καὶ νὰ ἐξοικειωθῇ πρὸς νέαν κατάστασιν) κοιν. || ᾌσμ. Παίρνου τοὺ ντουφικάκι μου καὶ πάου νὰ κυνηγήσου, ὅλη τὴ μέρα πιρπατῶ, κυνήγι δὲν ἰβρίσκου Γρεβεν. Ὀμπρός της ἔν’ ποῦ τά ’βαλεν ταὶ πά’ νὰ τὰ βλεπήσῃ ταὶ βρί-ει πέτραν ριζιμα͜ιάν, γύρνει ταὶ διτιμάζει Κύπρ. δ) Ἐπιτυγχάνω κοιν.: Βρίσκω καιρὸ νὰ κάμω τοῦτο. Δὲ βρίσκω καιρὸ μήτε νὰ φάω. Τὸν βρῆκε τὸ βόλι (τὸν ἐπέτυχε ἡ σφαῖρα τοῦ πυροβόλου). Ἔρριξε πέτρα καὶ τὸν βρῆκε ’ς τὸ κεφάλι -’ς τὸ πόδι κττ. || Φρ. Βρίσκει τὸ σημάδι (ἐπὶ τοῦ ἐπιτυγχάνοντος τὸν στόχον). Βρῆκες ἄνθρωπο! (ἐνν. νὰ κάμῃ τοῦτο ἢ ἐκεῖνο, νὰ πῇ τοῦτο ἢ ἐκεῖνο κττ., ἐπὶ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος εἶναι ἀδύνατον νὰ κάμῃ ἢ νὰ εἴπῃ τὸ περί οὗ ὁ λόγος). Ὅπως θέλεις τὸν βρίσκεις (ἐπὶ ἀνθρώπου ἠπίου χαρακτῆρος, παρὰ τοῦ ὁποίου δύναταί τις νὰ ἐπιτύχῃ ὅ,τι ζητήσῃ). Βρῆκε τὴν τύχη του (ἐπὶ τοῦ εὐτυχήσαντος συνήθως ἀπροσδοκήτως). Βρῆκε δουλε͜ιὰ (εἰρων. ἐπὶ ἀσημάντου καὶ μωρᾶς ἐργασίας). Βρῆκε τὸν μάστορή του (εἰρων. ἐπὶ πονηροῦ πεσόντος θῦμα ἢ ὑποσκελισθέντος ὑπὸ πονηροτέρου). Δὲν τὸν βρίσκει κἀνεὶς μήτε ᾿ς τὸ κρύο μήτε ᾿ς τὸ ζεστὸ (ἐπὶ ἀνθρώπου μετὰ τοῦ ὁποίου εἶναι ἀδύνατος πᾶσα συνεννόησις) κοιν. Δὲν τὸν βρίσκει κἀνεὶς πουθενὰ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) πολλαχ. Αὐτὸν δὲν τὸν βρίσκω (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σῦρ. Ηὕραμι κὶ παίζουμι (ἐπὶ τοῦ μὴ ἀρκουμένου εἰς τὰ κτηθέντα, ἀλλὰ ἐπιζητοῦντος περισσότερα) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἡ σημ. τῆς εὐστοχίας ἐν τῇ βολῇ καὶ μεσν. Πβ. Εὐστάθ. 1331, 10 «ἦν οὖν σκοπὸς τοῖς ὁπλίταις μικρόν τι ψαῦσαι χροὸς εἰς ἔνδειξιν ἐπιτηδειότητος τῆς εἰς μάχην, ὃ δὴ καὶ εἰσέτι νῦν πολλοὶ μιμούμενοι σπεύδουσιν, ὡς αὐτοί φασιν, μόνον ἀλλήλους εὑρεῖν». ε) Ἀμτβ. προσκρούω κἄπου, συναντῶ ἀντίστασιν σύνηθ.: Βρίσκει τὸ καρφὶ σὲ πέτρα. Κἄπου βρίσκει ἡ ρόδα. Βρίσκει τὸ ἕνα ἀπάνω ’ς τ’ ἄλλο σύνηθ. || Φρ. Βρίσκω κάτω ἢ ἁπλῶς βρίσκω (ναυτικὸς ὅρ. = βολιδοσκοπῶν συναντῶ πυθμένα) σύνηθ. || ᾎσμ. Σὲ ποι͜ὰ πέτρα νὰ χτύπησε, σὲ ποι͜ὸ δεντρὶ νὰ βρῆτσε; τὴ μάννα του θὰ φίναξε τσαὶ στεναγμὸ θ᾿ ἀφῆτσε (μοιρολ. φίναξε = φώναξε) Σκῦρ. ς) Ἀμτβ. ἐγγίζω Ἄνδρ. Πόντ. (Οἰν.) Σῦρ.: Βρίστσει ᾿ς τὸ dουβάρι τὸ τσεπαρίσσι Ἄνδρ. Βρίστσει ᾿ς τὸ dουβάρι ὁ μύλος Σῦρ. Εὑρίκει ἀπάν’ ἀτου Οἰν. 2) Κληρονομῶ κοιν.: Βρῆκε ἀπ’τὸν πατέρα του δυˬὸ σπίτιˬα - μεγάλη περιουσία κττ. Τ’ ἀμπέλιˬα τὰ βρῆκε ἀπ’ τοὺς γονεˬούς του. Δὲν κουράστηκε ὁ ἴδιος, τὰ βρῆκε. || Φρ. Ἔτσι τὸ βρήκαμε ἀπ’ τοὺς παλα͜ιούς μας (ἐπὶ ἐθίμου παλαιοῦ). Ὅπως τὸ βρήκαμε, ἄς τ’ ἀφήσωμε (ἂς ἐμμένωμεν εἰς τὰ πάτρια) κοιν. Ἔτσι βρέθηκε ἀπὸ χρόνιˬα (ἐπὶ παλαιᾶς συνηθείας) πολλαχ. β) Λαμβάνω, παραλαμβάνω τι παρά τινος, ἐπὶ προικὸς Σιφν.: Ὁ δεῖνα ηὕρηκε ἀπὸ τὴ γυναῖκα του. 3) Προμηθεύω, πορίζω κοιν.: Τοῦ βρῆκα ἀπὸ κἄπο͜ιο τόσες δραχμὲς - τόσες ὀκάδες φασόλιˬα κττ. β) Προξενεύω κοιν.: Τοῦ βρῆκε μιˬὰ νύφη μὲ μεγάλη προῖκα. Τῆς βρίσκει ἕνα πλούσιο γαμπρό. 4) Ἐπινοῶ, ἐφευρίσκω κοιν.: Βρίσκει τρόπο νὰ πετύχῃ - νὰ τὸν καταφέρῃ κττ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Αἰσχύλ. Προμ. 59 «δεινὸς εὑρεῖν κἀξ ἀμηχάνων πόρους». β) Κατορθώνω σύνηθ.: Βρίσκει πάντα πῶς νὰ ξεφύγῃ. 5) Ἐννοῶ, καταλαμβάνω κοιν.: Δὲ μπορῶ νὰ βρῶ ποι͜ὸς τό ’καμε. Ἄν βρῇς τί σκέπτομαι – τί ἔχω ἐδῶ μέσα - ποι͜ὸς μοῦ γράφει - τί ὕφασμα εἶναι τοῦτο (ἀπὸ τί ὕλη εἶναι καμωμένο) κττ. Νὰ σοῦ πῶ ἕνα νοι͜ῶσμα καὶ νὰ τὸ βρῇς. Τοῦ κάκου πολεμᾷς δὲ θὰ τὸ βρῇς. 6) Βλέπω, παρατηρῶ κοιν. καὶ Καλαβρ.: Τί τῆς βρίσκει ἐκείνης τῆς κωπέλλας καὶ τὴν ἀγαπᾷ; Δὲ βρίσκω σ’ αὐτὸν πολλὲς χάρες. Πῶς τὸν βρίσκετε τὸν ἄρρωστο σήμερα; - τὸν βρίσκω καλύτερα παρά χτές. Πῶς τα βρίσκεις τα πράματα; -τὰ βρίσκω πολὺ καλὰ κοιν. Γιˬὰ νὰ εὕρῃ τί πρᾶμα ἔ’ ἄφτει τὸ λούμι ταὶ dωρεῖ τὸ κρεββάτ-τι (ἔ’ = εἶναι, λούμι = φῶς, dωρεῖ = θωρεῖ) Καλαβρ. Ηὗρα μίαν gυναῖκα σὲ μίαν πόρτα αὐτόθ. β) Λογαριάζω κοιν.: Πλέρωνε σὺ καὶ κατόπι τὰ βρίσκομε. || Φρ. Θὰ τὰ βροῦμε (θὰ λογαριασθοῦμε, θὰ λύσωμε τὰς διαφοράς μας, μεταφ. ἐπὶ ἀπειλῆς). 7) Νομίζω, φρονῶ: Βρίσκω εὔλογο αὐτὸ ποῦ λές. Βρίσκω πῶς δὲν εἶναι ’ς τὰ καλά του. Βρίσκω πῶς πρέπει νὰ φύγω. Τὸ πρᾶμα τὸ βρίσκω καλό. 8) Γνωρίζω Μεγίστ.: Φρ. Εὗρε Θκιˬὸς (Κύριος οἶδεν). ΙΧ) Φέρω Καππ. (πβ. RDawkins Modern Greek in Asia Minor 600). Β) Μεταφ. 1) Ἀπολαμβάνω κοιν.: Βρῆκα πολλὲς καλωσύνες ἀπὸ τοῦτον. Τί βρῆκες ἀπὸ ᾿κεῖνον ποῦ τὸν ἀγαπᾷς; Τί βρίσκεις ποῦ τὸ δέρνεις τὸ ζῷο; Τί βρίσκεις ποῦ πειράζεις αὐτὸν τὸν δυστυχισμένο ἄνθρωπο; β) Μοῦ ἀνταποδίδεται παρ’ ἄλλου ἐκεῖνο ποῦ ἔπραξα, συνήθως ἐπὶ κακοῦ κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀπὸ μένα θὰ τό βρῃς (ἐγὼ θὰ σὲ τιμωρήσω δι’ ἐκεῖνο ποῦ ἔκαμες! Νὰ τὸ ’βρῃς ἀπὸ τὸ Θεὸ - τὰ παιδιά σου - ἀποκεῖ ποῦ δὲν περιμένεις! κττ. Νὰ τὸ βρῇς τὸ ἄδικο ποῦ ἔκαμες! Νὰ τὸ βρῇς ’ς τὰ παιδιά σου! (διὰ τὸ κακὸν ποῦ ἔκαμες νὰ τιμωρηθῇς διὰ παθήματος τῶν παιδιῶν σου!) κοιν. Ἐποῖκα κ’ ηὗρα (ἔκαμα καὶ βρῆκα) Τραπ. 2) Καταλαμβάνω κοιν.: Μὲ βρῆκε ὁ ἥλιˬος - ἡ μέρα - τὸ βράδυ - ἡ νύχτα κττ. Μὲ βρῆκαν τὰ μεσάνυχτα κιˬ ἀκόμα νὰ κοιμηθῶ. Μᾶς βρῆκε μιˬά φουρτούνα ποῦ κοντέψαμε νὰ πνιγοῦμε. ’Σ τὸ δρόμο μὲ βρῆκε ἡ βροχὴ καὶ δὲν εἶχα ποῦ νὰ τρυπώσω. || Φρ. Τὸν βρίσκει κακὴ ὥρα (τὸν καταλαμβάνει ἀπρόοπτος συμφορά). β) Ἐπέρχομαι εἴς τινα, κυριεύω τινὰ κοιν.: Δὲ μὲ βρίσκει ὕπνος εὔκολα. Μὲ βρῆκε ὁ ὕπνος ’ς τὰ χαράματα. Τὸν βρίσκει θέρμη κάθε μέρα. Τὸν βρῆκε ἀρρώστιˬα κακὴ κ’ ἔμεινε πολὺ ᾿ς τὸ κρεββάτι. Νὰ σέ ’βρῃ πανούκλα - χτικιˬὸ κττ.! (ἀραὶ) κοιν. || Φρ. Μ’ ηὗρι (ἐνν. τὸ ἀτύχημα) Αἰτωλ. 3) Τιμωρῶ κοιν.: Νὰ σέ ’βρῃ ἡ ἀμαρτία μου - τὸ κρῖμα μου - ὁ Θεὸς κττ.! (ἀραὶ) κοιν. || ᾌσμ. Ὁ Θεˬὸς νὰ σέ ’βρῃ, μ-μάδιˬα μου, τ᾽ ὁ Θεˬὸς νὰ σοῦ τὸ ’ώτσῃ, ᾿ὲν μοῦ ’φητσες ’ς τὴν τσεφαλὴ σὰ τὸ σησάμι γνῶσι Κάρπ. Μόν’ ’ς τὸ Θεὸ μὲ ἔρριξες καὶ ὁ Θεὸς μὲ ηὗρε Θρᾴκ. Γ) Παθ. καὶ μέσ. 1) Ἀποβαίνω, καθίσταμαι Κύπρ.: ᾎσμ. Νά φάῃ ἄγρη τοῦ λαοῦ, νὰ φά’ ὀφτὸν περτίτιν, νὰ πιˬῇ γλυκόποτον κρασὶν ποῦ πίνουν οἱ γουμένοι... ταὶ ἁποὺ τρών οἱ ἄρρωστοι ταὶ βρέχουνται γιˬαμένοι. 2) Εἶμαι, ὑπάρχω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Βρίσκομαι πάντα ᾿ς τὸ σπίτι. Βρίσκεται τίποτε νὰ φάω; Σοῦ βρίσκεται τίποτε; (ἀρχ. «ἔστι σοί τι;»). Βρίσκομαι σὲ κακὴ κατάστασι κοιν. Ποῦ εὑρισκοῦμαι; Ὄφ. Τραπ. || Φρ. Βρίσκομαι (ἀπάντησις εἰς τὴν ἐρώτησιν τί κάνεις; δηλοῦσα ἀδιαφορίαν). Βρίσκομαι’ς τὴν ἀνάγκη (περιέρχομαι εἰς δυσχερῆ οἰκονομικὴν ἰδίως θέσιν). Ἄσ’ το κιˬ, ἂς βρίσκεται (ἐπὶ πράγματος τὸ ὁποῖον τώρᾳ νομίζεται ἄχρηστον, ἀλλ᾿ εἰς τὸ μέλλον δύναται νὰ φανῇ χρήσιμον). Ποῦ νὰ μὴν εἶχα βρεθῇ! (ἀρὰ) κοιν. Δὲ βρίσκεται (ἐπὶ προσώπου ἢ πράγματος ἐξαιρετικῆς ἀξίας ἤ ποιότητος) Λεξ. Δημητρ. ᾿Αφόντα βρέθ’κα (ἀφότου ὑπάρχω, ἀφότου ἐνθυμοῦμαι τὸν ἑαυτόν μου) Ἤπ. || ᾌσμ. Ἀποθαμένος βρίστομαι καὶ ζωdανὸς λογοῦμαι Κρήτ. Γράφω σου ᾿γὼ τά πάθη τὰ δικά μου καὶ ’ς τὸ σεβdᾶ σου βρίγνεται ἡ θλιβερὴ καρδιˬά μου αὐτόθ. Κιˬ ὅdε θὰ σπέρνῃς τὸ gαρπό, νὰ βρίχνεσαι’ς τὴ Νίδα αυτόθ. Ἄνθρωπος εἶμαι, Χάροντα, γεμᾶτος πάσης χάρις, ἀκόμη νέος βρέθομαι, πῶς ἦρθες νὰ μὲ πάρῃς; Κύπρ. β) Τυγχάνω νὰ εἶμαι κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Βρέθηκα κ’ ἐγὼ ἐκεῖ ποῦ μάλωναν καὶ τοὺς ἄκουσα. ’Σ τὴ θέσι ποῦ βρέθηκα δὲ μποροῦσα νὰ κάνω ἀλλεˬώτικα. Βρέθηκε κουτὸς κ’ ἔκανε τέτο͜ια δουλε͜ιὰ κοιν. Εὑρέθεν ἀνέφορος ὁ δρόμος ἐμουν (μᾶς ἔτυχε δρόμος ἀνηφορικὸς) Τραπ. Χαλδ. Εὑρέθα ᾿ς σὸραὶν (ἔτυχε νὰ βρεθῶ ᾿ς τὸ βουνὸ) Χαλδ. Ὅπου βρεθῇ κιˬ ὅπου σταθῇ (παντοῦ ὅπου τύχῃ νὰ παρευρεθῇ || Φρ. Ὅπως βρίσκομαι (εἰς ὅποιαν κατάστασιν τυγχάνω νὰ εἶμαι, συνήθως ἐπὶ τῆς ἐξωτερικῆς ἐμφανίσεως). Καθὼς βρίσκομαι (συνών. τῇ προηγουμένῃ). Βρέθηκα (πάει πεˬά, δὲν ὑποχωρῶ πλέον, θὰ προχωρήσω εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τοῦ ἀνατεθέντος ἔργου) κοιν. Εὔκαιρος εὑρέθα (ἔτυχε νὰ βρεθῶ ἄκριτος, ἀπρόσεκτος, οἷον: εὔκαιρος εὑρέθα καὶ εἶπα ’το-ἐποῖκα ’το κττ.) Τραπ. Χαλδ. γ) Τυγχάνω κοιν.: Δὲ βρέθηκε κἀνεὶς νὰ τὸ κάνῃ - νὰ τοῦ τὸ πῇ - νά τὸν σηκώσῃ ποῦ ἔπεσε κττ. κοιν. Ὅποι͜ος βρεθῇ καὶ καταλάβῃ αὐτὸ ποῦ λέγω. Ὅποι͜ος βρεθῇ κ᾽ ἔχῃ αὐτὸ ποῦ ζητῶ πολλαχ. Συνών. τυχαίνω. δ) Κατάγομαι Βιθυν.: ᾎσμ. Ἀπὸ τί χωριˬὸ κρατει͜έσαι | καὶ τί μαχαλᾶ βρισκει͜έσαι; ε) Ἕλκω τὴν καταγωγήν, γεννῶμαι Σέριφ.: Ἐμεῖς ἐπαδὰ ηὑρεθήκαμε. 3) Ἀποκαλύπτομαι Θήρ.: Παροιμ. Σὲ πῆρα γιˬὰ τριˬαντάφυλλο, μὰ βρέθης ἀτσουκνίδα (ἐπὶ τοῦ φαινομένου μὲν χρηστοῦ, ἀποκαλυπτομένου δὲ ἀναξίου καὶ πονηροῦ). 4) Παραγίγνομαι, προσέρχομαι σύνηθ.: Σὲ μιˬὰ ὥρα νὰ βρεθῇς ἐκεῖ ποῦ εἴπαμε. Τοῦ εἶπα νὰ βρεθῇ γρήγορα ’ς τὸ σπίτι, μὰ ἄργησε σύνηθ. || ᾎσμ. Οἱ Σφακιˬανοὶ πρωτοκινοῦν ἁπού ᾽σαν ἀdρωμένοι κ’ εἰς τὰ καράβιˬα βρίστουdαι ἁπού ᾽σαν μαθημένοι Κρήτ. β) Παρουσιάζομαι, ἐμφανίζομαι κοιν.: Ἐκεῖ ποῦ πήγαινα βρέθηκε μπροστά μου ὁ φίλος μου κοιν. Καλιˬοῦνε τὸν παππᾶ νὰ πά’ νὰ στεφανώσῃ, ἐπῆγε ὁ παππᾶς ἐκεῖ, ἐμπῆκε ἡ παππαδιˬὰ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος κ᾽ εὑρέθη νύφη (ἐκ παραμυθ.) Πελοπν. (Μεσσ.) || ᾎσμ. Σελ-λοχαλιναρών-νει τ’ ἅρπαξεν τὸ κοντάριν τ’ ἴσα εὐτὺς εὑρέχηκεν ’πουπάνω καβαλ-λάρις Κύπρ. 5) Παρίσταμαι πολλαχ.: Φρ. Κἀνένας δὲν τοῦ βρέθηκε ᾿ς τὴν ἀνάγκη του - ᾽ς τὴ δυστυχία του κττ. (δὲν τὸν ἐβοήθησε). Τ’ βρέθ’ κι (τὸν ἐβοήθησεν) Ἤπ. 6) Συνευρίσκομαι, συνουσιάζω Κάσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Εὑρέθη με τη γυναῖκα του Κάσ. Εὑρέθηκε μὲ τὴ δεῖνα Ἀπύρανθ. Δ) Μετοχ. οὐσ. 1) Ὑπὸ τὸν τύπ. εὑρισκόμενος, ἀδελφὸς μονῆς ὑπηρετήσας τὸν προϊστάμενόν του γέροντα μέχρι θανάτου κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ μοναχικοῦ βίου Ἄθ. 2) Οὐδ., τὸ προχείρως παρεσκευασμένον φαγητόν, τὸ ἁπλοῦν καὶ λιτὸν κοιν.: Θὰ φάμε τὸ βρισκούμενο. Κάτσε νὰ φάμε μαζὶ ἀπὸ τὰ βρισκούμενα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/