ἀνασυγκολλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασυγκολλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνασυγκολλῶ ἀμάρτ. Μεσ. ἀνασυgολε͜ιέμαι Κύθηρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. συγκολλῶ.

Σημασιολογία

Προσεγγίζω πρός τινα στενῶς (οἱονεὶ συγκολλώμενος) : Πάλι μοῦ ἀνασυgολλήθη, μὰ δὲ ξέρω εἶdα διˬάολο θέλει.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/