ἀρλανεύκομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρλανεύκομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρλανεύκουμαι Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. arlanmak.
Σημασιολογία
Θεωρῶ προσβεβλημένην τὴν φιλοτιμίαν μου, ἐντρέπομαι ἐκ γενομένης μοι προσβολῆς: Εἴπαμ’ ἀιον κλέφτεν κ᾽ ἐρλανεῦτεν ἀτο (τὸν εἴπαμε κλέπτην καὶ τὸ ἐνόμισε προσβολήν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA