ἀνασυγυρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασυγυρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασυγυρίζω ἀμάρτ. ἀνασ’κυρίζω Θρᾴκ. (Κεσάν. κ. ἀ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Κορινθ. κ. ἀ.) ἀνασ’κυρίζου Ἤπ. Θρᾴκ. Μακεδ. Σαμ ἀνα’κυρίζου Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ.) ἀνασ’τσυρίζω Σκῦρ. ἀνισ’κυρίζου Σαμ ἀνιζ’γυρίζου Σάμ. ἀνα’κυρῶ Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ.) ἀνασ’κυράω Ἤπ. ᾿Ιόνιοι Νῆσ (Κεφαλλ. Παξ. κ. ἀ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) ἀνασ’κυράου Στερελλ. ἀνασ’κερῶ Καρ. ἀνασ’κεράω Ἤπ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀνα’κυρνῶ Θεσσ. Ἤπ.(᾽Ιωάνν.) Μακεδ (Καστορ.) ἀνασ'κυρνάω Ἤπ. ἀνασ’κυρνῶ Μακεδ. (Βελβ. Καστορ Καταφύγ.) ἀνισ’κυρῶ Σαμ. ἀνισ’κυρνῶ Ἤπ. (᾿Ιωάνν.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Καταφύγ. Σέρρ. Χαλκιδ.) ᾽νικυρίζου Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. συγυρίζω.
Σημασιολογία
1) Τακτοποιῶ, διευθετὼ συνήθως ἔπιπλα καὶ ἄλλα πράγματα τῆς οἰκίας, εὐτρεπίζω, καθαρίζω ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἔχω καιρὸ νά ’βγω, γιˬατὶ θέλω ν᾿ άνασ’κυρίσω τὸ σπίτι Κορινθ. Ἀνα’κυρνῶ τούν τοξᾶτου (αἴθουσαν ὑποδοχῆς) Καστορ. Τὰ πράματά σου τ’ ἀνασ'κύρισα Μεσολόγγ. Ἀνα’κυρῶ τοὺ σπίτ’ Ζαγορ.᾿Νι’κύρ’σα τοὺ σπίτ’ Χαλκιδ. Σπίτ’ ἀνα'κυρισμένου Καστορ. Αὐτὴ ἀνασ’κύρισε (ἐνν. τὸ σπίτι) ’Ιωάνν. ǁ Παροιμ. φρ. Ἀνασ’κύραε νὰ βρίσκῃς (τακτοποίει ἕκαστον πρᾶγμα εἰς τὴν θέσιν του διὰ νὰ τὸ εὑρίσκῃς εὐκόλως) ᾽Ιόνιοι Νῆσ. ǁ ᾎσμ. Νοικοκυρά συντάζεται ᾿ς τον ᾍδὴ νά πηγαίνῃ, ἀνασ’κυράει τὰ σπίτιˬα της, κρεμάει τὰ κλειδιˬά της (μοιρολ.) Ἤπ. Συνών. ἀναστέλλω 3, συγυρίζω. β) Καθαίρω σκάπτων καὶ ἑτοιμάζων πρὸς φύτευσιν ἢ σπορὰν Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. : ’Ανα’κύρ'σι τοὺ χουράφ’ Ζαγόρ. Τοὺ ταχεˬὰ θ’ ἀνασ'κυρίσου τοὺν κῆπου γιˬὰ νὰ σπείρου κἀνά δυˬὸ μαρούλιˬα Μακεδ. 2) ᾿Αποχωρίζων τι ἀποθέτω που καὶ οἱονεὶ ἀποκρύπτω Θρᾴκ. Μακεδ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.): Ποῦ τὴν ἀνασ’κύρισες τὴ φούστα σου καὶ δὲ τὴ βρίσκω; Θρᾴκ. Ποῦ’ς τὸ διˬάολο τ᾽ ἀνασ’κύρ’σις καὶ δὲ θ’μᾶσι; αὐτόθ. Ἀνασ᾽κύρισε αὐτὰ τὰ βιβλία, γιˬατὶ δὲ θὰ μοῦ χρειαστοῦν πεˬὰ Μεσολόγγ. Πᾶρι αὐτὸ τοὺ πρᾶμα κιˬ ἀνασ’κύρ’σι του πουθινὰ Μακεδ. 3) Κατ’ ἀντίφρ. χάνω Παξ.: Τὸν ἀνασ’κύρισε τό κλαδευτήρι. Τόν ἀνασ’κύρισε τὸν ἄντρα της.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA