γεροντόβοιˬδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντόβοιˬδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροντόβοιˬδο τό, Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Πυλ. κ.ἀ.) Εὔβ. (Ἄκρ.) γεροdόβουιˬδο Κρήτ. (Ἀχεντρ. Νεάπ. Ραμν. κ.ἀ.) γεροdόβ᾽δο Πάρ. (Λεῦκ.) ᾽εροdόβουδο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἐροdόβουδος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. βόιˬδι, ὅπου ὑπάρχουν καὶ τύπ. βούδι καὶ βούι.
Σημασιολογία
Γηραλέος βοῦς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐσφάξανε σἠμερο ἕνα γεροdόβουιδο Κρήτ. Ἤδωσέ του ἕνα γεροdόβουιˬδο Μύκ. Ἐροdόβουδος εἶναι πλιˬὰ καὶ δὲ bάει. Ἀπύρανθ. || Παροιμ. Κάποιος ἤσφαξε dὴ νύχτα τσοὶ ἐροdόβουδοι κ᾽ ἐδούλειˬα dὴν ἡμέρα τὰ dαμαάκιˬα (ἐδούλεια = ἐδειλίαζον, ἐφοβοῦντο· ἐπὶ τῶν φοβουμένων ἕνεκα τῶν παθημάτων τῶν ἄλλων) αὐτόθ. Ἄα τὰ μάθιˬα τοῦ λαοῦ κι ἄα τοῦ ἐροdόβουδου κιˬ ἄα τσῆ ἔροdαεάδας (ἐπὶ καταφανοῦς διαφορᾶς μεταξὺ προσώπων ἢ πραγμάτων) αὐτόθ. || ᾎσμ. Πάdα τὸ γεροdόβουιδο ᾽ς τὴ βοσκαρὰν ἀράσσει, δόδιˬα δὲν ἔχει νὰ μασῇ, μὰ σκιˬὰς ἀνεχαράσσει Α. Κρήτ. Συνών. γεροντοβοῦς, παλιόβοιˬδο. 2) Μεταφ., ὁ βραδύνους, ὁ δυσκίνητος Κρήτ. (Ραμν.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : Γεροdόβουιˬδο, ἡ βράκα σου κάηκε! Ραμν. Ὦ καμένε ᾽ροdόβουδε, εἶdα ᾽παθες; Ἀπύρανθ. Σὰ ᾽εροdόβουδος ἦρθες κ᾽ ἤπεσες ἀπάνω μου αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA