γεροντοβότανο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντοβότανο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροντοβότανο τὸ, Λεξ. Βλαστ. 473
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. βότανο.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν Ὑοσκύαμος ὁ μέλας (Hyoscyamus niger), Σωληνανθῶν (Tubiflorae). Συνών. Βλ. εἰς λ. γεροντάκι 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA