ἄρμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄρμα ἡ, (Ι) Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρμάζω κατὰ τὸ λερὸς-λερώνω-λέρα, τρελλὸς τρελλαίνω τρέλλα, φοβερὸς-φοβερίζω-φοβὲρα κττ., περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,76.
Σημασιολογία
1) Γάμος. Συνών. ἀρμασιά 1, ἄρμασμαν, γάμος, χαρά. 2) Χορὸς συρτὸς καθ᾿ ὃν οἱ ὀρχούμενοι ἀποτελοῦν μὴ συνεχῆ κύκλον, ἕκαστος δὲ τούτων διαδέχεται τὸν ἐν ἀρχῇ τοῦ κύκλου ὀρχούμενον, τὸν σύροντα τὸν χορὸν (πβ. ἀρχ. ὅρμος παρὰ Λουκιαν. περὶ ὀρχήσ. 12 «ὁ δὲ ὅρμος ὄρχησίς ἐστι κοινὴ ἐφήβων τε καὶ παρθένων καθ’ ἕνα χορευόντων καὶ ὡς ἀληθῶς ὅρμῳ ἐοικότων»). Συνών. ἀρμαχορός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA