ἀνασυρτὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασυρτὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀνασυρτὰ ἐπίρρ. Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ Πρω. Δημητρ. ἀνάσυρτα Λεξ. ’Ελευθερουδ. Πρω.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνασυρτός.

Σημασιολογία

1) Δι᾽ ἑρπύσεως Λεξ. Δημητρ.: Παροιμ. φρ. ’Ανασυρτά πάει τό φίδι (ἐπὶ ὑπούλου). 2) Δι’ ἕλξεως ἄνευ ἀνυψώσεως Λεξ. Δημητρ.: ᾿Ανασυρτά μετατοπίσαμε τό ντουλάπι. 3)Νωχελῶς, βραδέως, χαύνως Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. : Ἀνασυρτά ἔρχεται-μιλάει-τραγουδάει Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/