ἄρμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄρμα ἡ, (ΙΙ) Ἄνδρ. Ζάκ. Κεφαλλ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Νάξ. (Μον.) Πελοπν. Σίφν. Σύμ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. ἄρμα τό, Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ ᾽Ιταλ. arma. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Οἰκογενειακὸν σύμβολον, οἰκόσημον Ζάκ. Κεφαλλ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) κ.ἀ. β) Ἐθνόσημον Λυκ. (Λιβύσσ.) 2) Γενεά, γένος Ἄνδρ. Νάξ. Σίφν. Σύμ. Σῦρ. Χιος: Φρ. Τὴν ἄρμα σου! (τῆς ὑβριστικῆς φρ. προτάσσεται τὸ αἰσχρᾶς σημ. ρῆμα) Ἄνδρ. Σίφν. Σύμ. Σῦρ. || ᾎσμ. ’Σ τὴν πίστι μας, ’ς τὴν ἄρμα μας, Βασίλει, μὴ φοβᾶσαι Χίος. 3) Μάνδρα ζῴων Πελοπν. (Μάν.): ᾎσμ. Μωρὴ καφή, μαυροκαφή, | γιὰ δὲν ἐρχόσου ἀποβραδὺς ἀποψηλὰ ᾿ς τὴν ἄρμα μας | ποῦ ψυχομάχα ἡ μάννα μας! (καφὴ=ἀδελφή).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA