ἀρμαγάδιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμαγάδιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμαγάδιν τό, Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) ἀρμαγάδιν Καππ. (Σινασσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀρμαγᾶδες πληθ. τοῦ οὐσ. ἀρμαγᾶς.
Σημασιολογία
Ἀρμαγάδα, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. ίλιους ἔμπρ ’τ’ ἐσκότωσεν καὶ μύριˬους ἀποπίσ’ ἀτ’, ἐνν καντάρ φόρτωσεν ὠτία καὶ μυτία καὶ στείλ’ τα τὸ βασιλν μεγάλον ἀρμαγάδιν (καντάρ=μονὰς βάρους 44 ὀκάδων, τὸ στείλ’ τα ἐκ τοῦ στείλει ἀτα) Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA