ἀχλαδουρεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχλαδουρεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀχλαδουρεˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀχλαδουρὲ Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀχλαδούρα κατὰ τὰ εἰς –εˬὰ ὀν. φυτῶν.

Σημασιολογία

1) ’Αχλαδουνεˬὰ 2, ὃ ἰδ. 2) Τόπος ὅπου φύονται πολλαὶ ἄγριαι ἀπιδέαι. Συνών. ἀχλαδόκαμπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/