βροντάλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντάλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βροντάλι τό, Πελοπν. (Μεσσ. Σπάρτ.) - ΓΨυχάρ. Ὄνειρ. Γιαννίρ. 489 - Λεξ. Μπριγκ. βροdάλι Κεφαλλ. Λευκ. βροντάλε Πελοπν. (Γαργαλιᾶν.) βροdάλε Ζάκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Ἑνετ. grondàl κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ βροντή.

Σημασιολογία

1) Τὸ γεῖσον τῆς στέγης Ζάκ. Πελοπν. (Μεσσ. Σπάρτ.) - ΓΨυχάρ. ἔνθ᾽ ἀν.: Βλέπω κεραμίδιˬα ποῦ πέφτουν ἀπὸ τὸ βροντάλι ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. βρονταλωσιˬά. 2) Στέγη Λεξ. Μπριγκ. 3) Ὁ σωλὴν διοχετεύσεως τῶν ὑδάτων τῆς στέγης καὶ τοῦ μαγειρείου Κεφαλλ.: Ἐτρύπησαν τὰ βροdάλιˬα καὶ στάζουνε. Συνών. καννάλι, νεροχύτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/