γεροντόζουλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντόζουλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γεροντόζουλα ἡ, ἀμάρτ. ἐροdόζουα Ναξ. (Ἀπύρανθ.) ᾽εροdόζουα Νάξ. (Φιλώτ).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. ζούλα.

Σημασιολογία

Αἴξ μεγάλης ἡλικίας ἔνθ᾽ ἀν.: Ἤσφαξα μιὰ ᾽εροdόζουα ποὺ δὲ gοοῦσε τὸ κρέας τση ᾽ς τὸ dοῖχο Ἀπύρανθ. Δὲν ἐπαίρνετε, καμένοι, μιὰ ᾽υχιὰν ἀρνί, μόνο πήρετε τὴ ᾽εροdόζουα! (μιὰ ᾽υχιὰν = ὀλίγον) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/