ἀνασυρτογάλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασυρτογάλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνασυρτογάλα ἐπίθ. θηλ. Δ.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνασυρτός καὶ τοῦ οὐσ. γάλα.
Σημασιολογία
Ἡ κατὰ τὴν ἄμελξιν ἀνασύρουσα τὸ γάλα τῶν μαστῶν της καὶ μὴ ἀφίνουσα αὐτὸ νὰ ἐκρεύσῃ εὐκόλως, ἐπὶ αἰγός. Συνών. ἀνασυρτογαλοῦσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA