ἀρμάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρμάζω ᾽Ικαρ. Κύπρ. Μεγίστ. ἀρμάτζω Ἀπουλ. Μέσ. ἐρμάτζομαι Ἀπουλ. (Μαρτ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀρμάζω, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. ὁρμάζω. Πβ. καὶ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ. 6 (1894) 141 κἑξ. καὶ 20 (1908) 561.

Σημασιολογία

Συνάπτω εἰς γάμον, συζευγνύω, νυμφεύω ἔνθ’ ἀν.: Ὁ δεῖνα ἀρμάζεται Κύπρ. Πότ’ ᾿εν-νὰ ἀρμαστῇς νὰ χορέψουμεν; αὐτόθ. ᾿Εγιˬώ ’μαι ἀρμασμένος αὐτόθ. Ἄν ἤφσερα τὶ πιάν-νω πετ-τερά, ’ὲν ἐρμάζαμο κἀνὲ τσαιρὸ (ἂν ἤξερα πῶς θὰ πάρω πεθερά, δὲν θὰ ὑπανδρευόμουν ποτὲ) Ἀπουλ. Ἄν δὲν ἀρμαστῇ κἀνένας, ᾽ὲν ἀνθρωπεύκει (δὲν γίνεται ἄνθρωπος, ἐνν. ἔμπειρος τῆς κοινωνίας) Κύπρ. || Παροιμ. Τάζω τ᾿ ἀμπέλιˬα μου γιˬὰ ν’ ἀρμάσω τὰ παιδιˬά μου (ἐπὶ τοῦ άπατῶντος δι᾿ ὑποσχέσεων πρὸς ἐπιτυχίαν σκοποῦ) αὐτόθ. || ᾎσμ. Τ᾿ ἀντρόγυνον π᾿ ἀρμάσαμεν νὰ ζήσῃ νὰ γεράσῃ αὐτόθ. Ἡ μάννα σου μὲ τάιζεν σῦκον, παστὸν τ᾽ ἀθάσι γιˬὰ νὰ μιˬαλύνω γλήορα μαζί σου νὰ μ’ ἀρμάσῃ αὐτοθ. Μάννα, νὰ τὴν ἀρμάσουμεν τὴν Ἀριετὴν ’ς τὰ ξένα αὐτόθ. Νά ’τουν ποῦ τὲς ἀρμάζουμουν τὲς ἀαπητικές μου, σὲ κάθε κάστρον ἔχ’ ὀχτώ, ἔχω κιˬ ὀχτὼ ’ς τὴ Σκάλαν αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,592 (ἔκδ. RDawkins) «ὁ ρὲ Τζὰκ ἄρμασεν τὴν ἀδελφοτέκνην του (μὲ) τὸν υἱὸν τοῦ πρίντζη τῆς Ἀντι(ο)χείας». Πβ. καὶ Θεοφάν. 460,4 (ἔκδ. Βόννης) «ἦν δὲ 'Ηράκλειος ὁρμασάμενος Εὐδοκίαν τὴν θυγατέρα Ρόγα τοῦ Ἄφρου».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/