ἀρμάθα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμάθα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρμάθα ἡ, σύνηθ. ἀρμάδα Προπ. (Κύζ.) ραμάθα Θρᾴκ. (Σουφλ.) ραμάτα Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀρμάθι ἄνευ σημ. μεγεθυντικῆς. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,74. Διὰ τὸ ἀρμάδα πβ. καὶ ἀρμάδι παρὰ τὸ ἀρμάθι.
Σημασιολογία
1) Συναρμολόγησις πολλῶν ὁμοίων πραγμάτων εἰς ἕνα ὅρμον, ὁρμαθὸς σύνηθ.: Μιὰ ἀρμάθα κλειδιˬὰ-φλωριˬὰ κττ. σύνηθ. Ἀρμάθα ἀποὺ ντούπκιˬες, κουσταντινά, μαχμουτιˬέδις Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἀρμάθις ἀπίδιˬα-μῆλα-καπνὸ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Φουρεῖ ’ς τοῦ λιμό τ᾿ς μιˬὰ ραμάθα χάντρις Σουφλ. || ᾎσμ. Λαμποκοπάει τὸ φέσι της κιˬ ἀπ’ τὰ ξανθὰ μαλλιˬά της κρεμοῦνται ἀρμάθες τὰ φλουριˬὰ κιˬ ἀρμάθες οἱ ρουμπιˬέδες Ἤπ. Ἀρμάθιˬαζε ξαρμάθιˬαζε δώδεκ᾽ ἀρμάθες κάνει Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Συνών. ἀρμάθι 1, ἀρμαθιˬὰ 1, ἀρμαθὸς 1, *ἀρμαθουλλιˬά. 2) Σειρὰ χοροῦ Προπ. (Κύζ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA