ἀρμάθι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμάθι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Τυπολογία

ἀρμάθι τό, ὁρμάθ’ Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀρμάθιν Πόντ. (Οἰν.) ἀρμόθιν Πόντ. (Κερασ.) ἀρμάθι Ἄνδρ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κάρυστ. Κονίστρ.) Καππ. (Σινασσ.) Μύκ. Πελοπν. (Μάν.) Σίφν. Σκῦρ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. ἀρμάθι Πόντ. (Ὄφ.) ἀρμάθ’ Ἤπ. Λέσβ. Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀρμόθ’ Πόντ. (Χαλδ.) ἀρμάδι Εὔβ. (᾽Οξύλιθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ὁρμάθιον ὑποκορ. τοῦ ὁρμαθός. Εἰς τὸ ἀρμόθιν ὑπεισῆλθε τὸ συνδετικὸν φων. ο, διότι ἡ λ. ἐνομίσθη ὡς σύνθετος. ᾽Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,244 καὶ 2,315. Διὰ τὸν τύπ. ἀρμάδι πβ. καὶ ἀρμάδα παρὰ τὸ ἀρμάθα.

Σημασιολογία

1) Ὁρμαθὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἕν’ ἀρμάθι σῦκα Κάρυστ. ᾽Εποίκα δέκα ἀρμάθ φασούλ (ἔκαμα δέκα ὁρμαθοὺς χλωρῶν φασολίων) Τραπ. Ἕναν ἀρμόθ’ τζίρ (φουρνισμένα ἀπίδια) Χαλδ. Εἶεν ᾿ς σὴν γούλαν ἀθε ὁλόερα ἕναν ἀρμάθ’ μαργαριτάρ (εἶχε γῦρο εἰς τὸν λαιμόν του ἕνα ὅρμον μαργαριτῶν) Τραπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμάθα 1. β) ᾽Επιρρηματ., κατὰ σειραν, κατὰ γραμμὴν ὡς ὁρμαθὸς Χίος: ᾎσμ. Ἀρμάθιˬα ᾿ρμάθιˬα τρέχανε τὰ γίδια ’ς τὴ μάντρα. 2) Φορτίον ἐκ κλάδων συνεσφιγμένων διὰ σχοινίου Λέσβ. 3) Ὁρμαθὸς ἐρινεῶν τὸν ὁποῖον ἀναρτοῦν εἰς τὸ δένδρον συκῆς κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ ἐρινασμοῦ Ἄνδρ. Κατὰ πληθ. Ἀρμάθιˬα τοπων. Κάσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/