βροντάστερας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντάστερας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βροντάστερας ὁ, Εὔβ. (Αἰδηψ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βροντὴ καὶ ἀστέρας.

Σημασιολογία

Τὸ ἄστρον τῆς βροντῆς, ὁ κεραυνός. Ἡ λ. μόνον ἐν ἐπῳδ.: Ἄστερα, ἀνεμοάστερα, | ἄστερα, βροντάστερα, ἔβγα πῦρ, | ἔμπα δρόσο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/