βροντερόηχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντερόηχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βροντερόηχος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. Ζωὴ2 139.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βροντερὸς καὶ. τοῦ οὐσ. ἦχος.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων φωνὴν βροντώδη: Ποίημ. Κελαηˬδιστᾶδες ἥσυχοι καὶ βροντερόηχοι κράχτες. Συνών. βροντερὸς 1, βροντερόφωνος, βροντόκραυγος, βροντόλαλος, βροντόφωνος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA