βροντερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βροντερὸς ἐπίθ. σύνηθ. βροdερὸς Κύθηρ. κ.ἀ. Θηλ. βρονταρὴ ἡ, Εὔβ. (Κουρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βροντὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ερός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἠχηρὸς ὡς βροντὴ βροντώδης σύνηθ.: Βροντερὴ καμπάνα - λύρα - φωνή. Βροντερὸ τουφέκι σύνηθ. Κῦμα βροντερὸ ΓΒιζυην. ἐν Ἀνθολ. Η’Αποστολίδ. 43 || Αἴνιγμ.: Ἴσιˬο ἴσιˬο σὰν κερὶ | κ’ ἡ φωνή του βροdερὴ (τὸ τουφέκιον) Κύθηρ. || ᾎσμ. Κιˬ ἀρχίσανε τὸν πόλεμον τὰ βροντερὰ τουφέκιˬα CFauriel Chants popul. Ι34. - Ποιήμ. Ἐσήμαινε ὅλο ἐσήμαινε τὴ βροντερὴ καμπάνα ΓΣτρατήγ. Τί λέν τὰ κύμ. 21. Βογγοῦν τοῦ κόσμου τὰ στοιχε͜ιά, | σηκώνουν κῦμα βροντερὸ ΓΒιζυην. ἐν Ἀνθολ. Η’Αποστολίδ. 43. Μ’ ἀνάθρεψαν τὰ βροντερὰ τραγούδιˬα τοῦ Τυρταίου ΚΠαλαμ. Ὕμν. Ἀθην. 612. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βροντερόφωνος. 2) Θηλ. βρονταρὴ οὐσ. βρόντος, θόρυβος Εὔβ. (Κουρ.): Ψὲς ἔγινε μεγάλη βρονταρὴ ᾽ς τὸ πανηγύρι Κουρ. Εἶντα βρονταρὴ εἶναι τ-τούτη; δὲν παύγετε λίγο; αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA