ἀνασφακελεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνασφακελεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνασφακελεˬὰ ἡ, ἀμάρτ ᾿νεσφελ-λακεὰ Ροδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. σφακελεˬά, παρ’ ὃ καὶ σφελ-λακέˬα.

Σημασιολογία

Πόνος δριμὺς προερχόμενος ἐκ φλεγμονῆς πληγῆς ἢ ρευματισμῶν : Ἔρχονταί μου κἄτι ᾽νεσφελ-λακεˬές! Συνών. σφακελεˬὰ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/