ἀνασφάλλω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνασφάλλω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνασφάλλω Μέγαρ.ἀνασφέλλω Ἤπ. (Ἄρτ.) Μέσ. ἀνισβάλλουμι Λῆμν.
Ετυμολογία
Τὸ ἄρχ. ἀνασφάλλω.
Σημασιολογία
1) 'Ενεργ. καὶ μες. ἀναλαμβάνω ἐκ νόσου Ἤπ. (Ἄρτ.) Λῆμν. : Γίν'κιν καλὰ οὑ ἄρρουστους, ἀμ’ ἀκόμα δὲν ἀνισβάλτ’κιν Λῆμν. Συνών. ἀναδίνω Β1γ, ἀναζουμώνω, ἀναζῶ Α1, ἀναθάλλω Α2, ἀνακαρώνω (Ι) 1, δυναμώνω, καρδαμώνω. 2) Συνέρχομαι ἐκ λιποθυμίας, ζάλης κττ. Μεγαρ.: Σουνῆρθες;-Τρόμαξα ν᾿ ἀνασφάλω! Συνών. συνεφέρνω. Πβ. ἀναλογίζομαι 2, ἀνανοῶ 4, ἀναπαίρνω 3, ἀναφέρνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA