βροντὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βροντὴ ἡ, κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. Ποτάμ.) Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) Τσακων. βροdὴ πολλαχ. βρουντὴ βόρ. ἰδιώμ. βρουdὴ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βρουγγὴ Χίος βρουgὴ Λέσβ. (Πλομάρ.) βροντὰ Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ.) Τσακων. βροdία Ζάκ. βρουντία Καλαβρ. (Μπόβ.) βροdιˬὰ Κεφαλλ. Πληθ. βροντάδες Ἀθῆν. (παλαιότ.) βροντὸς ὁ, Καππ. (Ποτάμ.) βροντιˬὸ τό, Καππ. (Ἀνακ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. βροντὴ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐκ τῆς ἀστραπῆς καὶ τοῦ κεραυνοῦ ἰσχυρὸς κρότος, ἤδη ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου, κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ.) Καππ. (Ἀνακ. Ποτάμ.) Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) Τσακων.: Δυνατὴ - μεγάλη βροντή. Ξαφνιˬάστηκα – τρόμαξα μὲ τὴ βροντὴ κοιν. || Φρ. Δὲν ἀκούει Θεοῦ βροντὴ (ἐπὶ κωφοῦ) πολλαχ. Ἔχει φωνὴ σὰ βροdὴ (πβ. τὸ μεταγν. ἐν Π.Δ. <Ψαλμ. 103, 7> «ἀπὸ φωνῆς βροντῆς σου δειλιάσουσιν») Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Δὲν ἀκούει Θεοῦ βροdὴ (ἐπὶ ἀπειθοῦς) Κεφαλλ. Ἔχει τὸ Θεὸ τῆς βροντῆς μέσα του (ἐπὶ μεθύσου) Κυκλ. || Παροιμ. Καθάρει͜ους οὐρανὸς μηδ’ ἀστραπὲς μηδὲ βρουdὲς (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος ἥσυχον τὴν συνείδησιν) Σάμ. Βροdὲς πολλὲς καὶ νερὸ λίγο (ἐπὶ τοῦ πολλὰ μὲν ὑπισχνουμένου, ὀλίγα δὲ ἀποδίδοντος) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἔκαμε τὴ bορδὴ βροdὴ (ἐμεγαλοποίησε τὰ γεγονότα) αὐτόθ. Μαρτιˬοῦ βροdές, λαγοῦ πορδὲς (ἐπὶ πραγμάτων οὐχὶ ἐπικινδύνων) Κρήτ. Ἀστραπὲς βροdὲς ν’ ἀκούῃς καὶ τ᾿ ἀβγά σου νὰ πλακώνῃς (ὅ,τι καὶ ἂν συμβαίνῃ γῦρό σου, ὀφείλεις νὰ μεριμνᾷς καὶ περὶ τῶν ἰδίων ὑποθέσεων) Θρᾴκ. (Σωζόπ.) || Γνωμ. Βαθεῖα βροdή, γοργὸ νερὸ (ἡ ἐκ μακρᾶς ἀποστάσεως ἀκουομένη βροντὴ ἔχει ὡς συνέπειαν ταχεῖαν πτῶσιν βροχῆς) Ζάκ. Μακρεˬὰ βροντή, κοντὰ βροχὴ (συνών. τῷ προηγουμένῳ) ἀγν. τόπ. Ἀπὸ βροdὴ κιˬ ἀπ’ ἀστραπὴ κιˬ ἀπὸ νερὸ καὶ χιˬόνι κιˬ ἀπὸ κασσίδη καὶ σπανὸ ὁ Θεˬὸς νὰ σὲ γλυτώνῃ Κρήτ. ᾎσμ. Ἐβώ ᾽μαι τῆς βροντῆς παιδίν, τῆς ἀστραπῆς ἀγγόνιν, σά θέλω βρέχω τσαὶ βροντῶ, σὰ θέλω ρίχτω σιˬόνιν Μεγίστ. Σὰν ἀστραπὴ τὸ βλέμμα των κιˬ ὡσὰν βροντὴ ἡ λαλιˬά των Κάρπ. Συνών. βρόντημα 1, βροντημὸς 1, βρόντος, μπουμπουνητό, μπουμπούνισμα. Ἡ λ. ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Μονὴ τῆς βροντῆς Ἤπ. β) Οἱοσδήποτε ἰσχυρὸς κρότος πολλαχ.: Ἀκούσαμι τ’ τ’ φιτσιˬοῦ μας τ’ βρουγγὴ (τ’φιτσιˬοῦ = τουφεκίου) Λέσβ. (Πλομάρ.) || Αἴνιγμ. Κούφιˬος πλάτανος, βροντὴ μεγάλη (τὸ τύμπανον) Πελοπν. (Μεσσ. Παππούλ. || ᾎσμ. Ἀκού’ φωνὴ κιˬ ἀκού’ βροντὴ’ ς τῆς φυλακῆς τὴν πόρτα ἀγν. τόπ. 2) Κεραυνὸς Καππ. (Ἀνακ.): Ἔπεσεν ἕνα βροντιˬό κ’ ἔκαψέν το. 3) Ἰσχυρὸν κτύπημα Κεφαλλ.: Ἐπῆρα μιˬὰ βροdιˬὰ καὶ ἐκατασκοτώθηκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA