βροντημὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντημὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βροντημὸς ὁ, Λεξ. Δημητρ. βροντιγμὸς Λεξ. Δημητρ. βροντισμὸς Ἰων. (Κρήν.) - Λεξ. Δημητρ. βροdισμὸς Θήρ. βρουd’ σμὸς Ἴμβρ. Λέσβ. (Ἀγιάσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βροντῶ, παρ’ ὃ καὶ βροντίζω, ὅθεν τὸ βροντιγμὸς καὶ βροντισμός. Τὸ βροντισμὸς καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Β1912 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «καὶ βροντισμὸ καὶ ταραχὴ ἡ κονταρά του κάνει».

Σημασιολογία

1) Βροντὴ 1, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἤκ’σι τοὺ βρουd’σμὸ Ἀγιάσ. 2) Ἰσχυρὸς κρότος ἔνθ’ ἀν.: Μὴ κά’ς βρουd’-σμὸ κὶ δὲ bουρῶ νὰ ’μηθῶ Ἴμβρ. || ᾎσμ. ’Κού’ βροντισμὸ ’ς τὴν πόρτα τσης καὶ βρόντο’ς τὴν αὐλή τσης, λέει πῶς τὴν ἐννο͜ιώσανε οἱ σκύλλ’ οἱ ἐδικοί τσης (’κοὺ’ = ἀκούει). Κρήν. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/