βροντηξίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντηξίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βροντηξίδι τό, ἀμάρτ. βροdηξίδι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. τοῦ ρ. βροντῶ καὶ τῆς περιληπτικῆς καταλ. –ίδι, δι’ ἣν ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 13ί1916/17) 168 κἑξ.

Σημασιολογία

Τὸ ὁρμητικὸν, τὸ δυνατὸν κτύπημα ἔνθ’ ἀν.: Τοῦ ᾽δωκε ἕνα βροdηξίδι ᾿ς τὸ dοῖχο Κίτ. Μάν. Ἐπῆρε ἕνα πιˬάττο καὶ τοῦ ’δωκε ἕνα βροντηξίδι ’ς τὴ σκάλα καὶ τό ’καμε χίλιˬα κομμάιτιˬα αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/