ἁρμα͜ιὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμα͜ιὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁρμα͜ιὰ ἡ, Α.Ρουμελ (Φιλιππούπ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σαρεκκλ.) Μακεδ. (Βελβ. Θεσσαλον. Καταφύγ. Κοζ. Μελεν. Σιάτ. Σισάν.) Πελοπν. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ. Δωρ.) ἁρμνα͜ιὰ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἁλμαία=ἅλμη.
Σημασιολογία
Κράμβη ὑφισταμένη ζύμωσιν ἐν ἅλμῃ καὶ προσλαμβάνουσα γεῦσιν ὑπόξινον ἔνθ’ ἀν.: Ἡ ἁρμα͜ιά μας ἔγινι ξινὴ Κοζ. Ἁρμνα͜ιὰ σὰν φλουρὶ (τῆς ὁποίας τὸ χρῶμα ἔγινε κιτρινον, σημεῖον ὅτι ἔγινε καλὴ) Σαρεκκλ. Βρομᾷ σὰν ἁρμνα͜ιὰ (ἐπὶ πράγματος ἀποπνέοντος δυσοσμίαν ὁμοίαν πρὸς τὴν τῆς ἑώλου καὶ ἀποσυντεθειμένης ἁρμα͜ιᾶς) αὐτόθ. Συνών. ἀρμολάχανο, ἀρμυρολάχανο, λαχαναρμα͜ιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA