ἀνάσωσμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάσωσμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάσωσμα τό, ἁμάρτ. ἀνάσουσμα Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) ἀνέσωσμα Σιφν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνασώνω. Πβ. καὶ μεσν οὐσ. ἀνάσωσμα.
Σημασιολογία
1) Προσθήκη τεμαχίου ὑφάσματος εἰς ἔνδυμα, ἐπίρραμμα Α.Ρουμελ. (Φιλιπούππ) 2) Ἡ ἄκρα τοῦ ὑφάσματος ἡ ἀναδιπλουμένη καὶ ραπτομένη ἐσωτερικῶς κατὰ τὴν ραφὴν ἐνδύματος Σιφν.: Δὲν εἶχεν ἄλλο ἀνέσωσμα τό παντελόνι. Συνών. γύρισμα, φάρδητα, χάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA