βροντολάλημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντολάλημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βροντολάλημα τό, ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 97 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βροντολαλῶ.
Σημασιολογία
Δυνατὴ φωνή, κραυγὴ ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Καὶ μέσα ’ς τὴ σιωπὴ | κιˬ ἀπὸ ἕνα πέτρινο πατάρι ἀκούγεται τὸ βροντολάλημα | τοῦ Ἀποκρισάρι ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA