ἀνατάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνατάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνατάζω, ἀνατάσσω Κρήτ. Πελοπν. (Σουδεν.) ἀνατάσσου Καλαβρ.(Χωρίο Ροχούδ.) ἀνατάζω Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀνατάζου Μακεδ. (Νάουσ. κ. ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀνετάσσω Α.Κρήτ. ᾿νετάσσω Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. τάζω. Πβ. καὶ μεταγν. ἀνατάσσω.

Σημασιολογία

Α) Μετβ 1) Τακτοποιῶ, διευθετῶ τὰ τῆς οἰκίας Κρήτ. β) Περιποιοῦμαι Κρήτ.: Λέω νὰ πά’ τοῦ γράψω τὸ πρᾶμα μου γιˬὰ νὰ μὲ ᾽νετάζῃ ᾽ς τὰ γέρα μου. Νὰ πάς νὰ τσ᾿ ἀνετάξῃς ᾽ς τὰ ὑστερνά dως νὰ σοῦ γράψουνε καὶ τὸ πρᾶμα dως. ’Αμοναχός τ’ άνετάσσεται ’ς τὸ σπίτι καὶ τά καταφέρνει μιˬά χαρά! 2) Ὑπόσχομαι Μακεδ. : ᾎσμ. Γιˬά τούν ἓνα γιˬά τούν ἄλλου | χίλιˬα γράφτ’ χίλιˬα τάζ’, γιˬὰ τ’ ι᾿μένα τοὺ μιγάλου, | τίπουτα δὲν ἀναιάζ’. ΙΙΙ) ’Ανακαλῶ τι τὸ ὁποῖον ἔκαμα, μετανοῶ διά τι Μακεδ. (Νάουσ.): Δὲν ἀνατάζου τοὺ καλὸ π᾿ ἔκαμα. Β) Αμτβ. 1) Αὐξάνομαι, ἀναπτύσσομαι, εὐδοκιμῶ, ἐπὶ φυτῶν Πελοπν. (Βούρβουρ. Σουδεν.) Στερελλ. (Αἴτωλ.): Ἀπό τὰ πολλὰ νερὰ δὲν ἀνάταζαν τὰ γεννήματα Βούρβουρ. Δὲν ἀνέταξε καθόλου ὁ καπινός ἀπὸ τὴν ξεραΐλα Σουδεν. Ἅμα δὲ δώ’ ἥλιˬους, δὲν ἀνατάζ’νι τὰ τριφύλλιˬα Αἰτωλ. 2) Ἐξέρχομαι τοῦ κελύφους, ἐπὶ νεοσσῶν Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/