γεροντοκόμισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντοκόμισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροντοκόμισμα τὸ, ἐνιαχ. ᾽εροdοκόμισμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γεροντοκομῶ, παρὰ τὸ ὁποῖον καὶ γεροντοκομίζω.
Σημασιολογία
Τὸ γεροκόμισμα, ὃ βλ.: Μὰ εἶdα ᾽εροκόμισμα τοῦ ᾽καμε; Πρὶ ᾽εράσ᾽ ἐπέθανε. Μὰ νιˬὸς ἐδὰ εἶν᾽ ἀκόμα· δὲν εἶν᾽ ἀκόμα τοῦ ᾽εροdοκομισμάτου!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA