γεροντοκομῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντοκομῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεροντοκομῶ Σίφν. Τῆν. –Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Δημητρ. γεροdοκομῶ Κρήτ. (Νεάπ. Ρέθυμν.) γερονdκομῶ Κῶς (Καρδάμ.) ᾽εροdοκομῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γεροντοκομάου Εὔβ. (Κουρ.) γεροdομίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾽εροdοκομίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. ἀμάρτ. γεροντοκομῶ, ὡς ἐμφαίνεται ἐκ τοῦ Βυζαντ. γεροντοκομικὸς καὶ τῶν Βυζαντ., πιθανώτατα δὲ καὶ Ἑλληνιστ., γεροντοκομεῖον, γεροντοκόμος. Πβ. καὶ γεροκομῶ.

Σημασιολογία

Γεροκομῶ 1, ὃ βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ πατέρας μου γεροντοκομάει τοὺς γέρους γονιˬούς του Κουρ. ᾽Γὼ τὸν ἐγερονdοκόμησα τόμ-πατέρα μ-μας Καρδάμ. Ἄχ Θέ μου, καὶ bέψε μας ἕνα gοπέλι νὰ μᾶσε γεροdοκομήσῃ Ρέθυμν. Ἤγραψε ὅλη dου τὴ bεριουσία ᾽ς τὴν ἀνιψιˬά dου, γιὰ νὰ τόνε γεροdοκομήσῃ Νεάπ. ᾽Σ τσὶ πολιτεῖες ἔχει ᾽εροdοκομεῖα κιˬ ὅτινα μὴν ἔχῃ κανεὶς δικοί d᾽ ἀθρῶποι, πά᾽ ἐκεῖ καὶ ᾽εροdοκομίζεται Ἀπύρανθ. Τὸν ἤπηρε gαὶ τὸν ᾽εροdοκόμησε gαὶ τσ᾽ ἤγραψε dὴ bεριουσία dου αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/