βροντόλαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντόλαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βροντόλαλος ἐπίθ. Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βροντὴ καὶ λαλιˬά. Ἡ λ. καὶ ἐν Κρητ. Θεάτρ. 2, 171 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 115) «ἀφέντη μου βροντόλαλε, ἐσὺ ὁποῦ ἐκτύπας ἤσου;»

Σημασιολογία

Ὁ λαλῶν βροντωδῶς, ὁ βροντόφωνος ἔνθ’ ἀν.: Βροντόλαλη καμπάνα Λεξ. Πρω. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βροντερόηχος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/