ἀνάταμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάταμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάταμα τό, Δ.Κρήτ. ἀνέταμα Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνατάζω.

Σημασιολογία

Περίθαλψις, περιποίησις: Ἐκάμανέ dου ἕνα ἀνέταμα ἁποὺ δὲ dὸ λογάριˬαζε, μέρα νύχτα ἦσαν οἱ κακομοῖροι ’ς τὸ κρεββάτι dου ἀποπάνω! Συνών. ἀνάταξι, περιποίησι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/