βροντολασιˬὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντολασιˬὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βροντολασιˬὸ τό, ἀμάρτ. βρουdουλασό Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βροντὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -λασιˬό, δι᾿ ἣν ἰδ. –λάσι.
Σημασιολογία
Σειρὰ διαδοχικῶν βροντῶν ἢ κτύπων, μέγας θόρυβος: Δὲν ἄκουσις τοὺ χτυπητὸ κὶ τοὺ βρουdουλασὸ τόση ὥρα ποῦ πουλιμούσαμι; Συνών. βροντημάδα, βροντωβόλημα, βροντωκόπι, βροντωλόγημα, βροντωχτύπημα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA