ἀνατάραμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνατάραμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνατάραμα τό, ἀνατάραγμα Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀνατάραμα ΓΒλαχογιάνν. Τὰ Παληκάρ. 99-Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναταράζω.
Σημασιολογία
1) Ἀνατάραξις, ἀνακίνησις Λεξ. Πρω Δημητρ. : ᾿Απὸ τὸ ἀνατάραγμα θόλωσε τὸ νερό. Συνών. ἀναγύρισμα 1, ἀνάδεμα (ΙΙ) 1, ἀναδεμὴ 1, ἀνακάτεμα Α 1, ἀνακάτωμα Α1, τάραμα. β) Συνεκδ. ἔκδ. τῆς ἀναταράξεώς τινος παραγόμενος θόρυβος ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν.-Λεξ. Βλαστ. : ’Ανέβαινε ἀποκάτου βαθὺ κιˬ ἀπόκουφο τῆς στέρνας τὸ μουγγὸ ἀνατάραμα σὰ θεριˬοῦ ἁλυσοδεμένου ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. 2) Ἀνάσεισις, συγκλονισμὸς Λεξ. Δημητρ.: Μὲ τὸ δυνατὸ άνατάραγμα τῆς κλάρας πέσαν ὅλοι οἱ ἀνθοί. Συνων ἀνατίναγμα 1, τίναγμα. 3) Σπασμὸς ἐκ νόσου Λεξ. Δημητρ.: Κακὸ ἀνατάραμα νὰ σ’ εὕρῃ! (ἀρά). Συνών. τάραμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA