ἀρμακιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμακιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρμακιˬὰ ἡ, Κεφαλλ. ἀρμακία Πελοπν. (Λακων.) ἀρματία Καλαβρ. (Μπόβ.) ’ρματία Καλαβρ. (Καρδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἑρμακιά. Ὁ τύπ. ἀρμακία καὶ παρ᾿ Ἡσυχ.

Σημασιολογία

Τοῖχος ἐκ λίθων ἄνευ πηλοῦ ἔνθ’ ἀν.: Ὁ ᾽σπρόφακο ἐσέβη ὄσου ᾿ς τὴν ἀρματία (ἡ σαύρα εἰσῆλθεν εἰς τὸν ξερότοιχον) Μπόβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/