ἀρμακιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμακιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρμακιˬάζω ἀμάρτ. ἀρμακιˬάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρμάκι ἢ ἀρμακιˬά.
Σημασιολογία
Κατεδαφίζω τοῖχον καὶ μεταβάλλω αὐτὸν εἰς σωρὸν λίθων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA