γεροντοκόριτσο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντοκόριτσο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεροντοκόριτσο τὸ, Μεγίστ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Σῦρ. κ.ἀ. – Κ. Παλαμ., Γράμματ. 1, 132. Ι. Δραγούμ., Ὅσοι ζωντ.2, 119 καὶ 147. – Λεξ. Ψύλλ. Βλαστ., 411 γεροντοκόριτζον Πόντ. (Κερας. κ.ἀ.) γεροdοκόριτσο Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. γεροντοκόρ.᾽ τσο Ἤπ. κ.ἀ. γιρουντουκόρ᾽τσου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. γιρουdουκόρ᾽τσου Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ οὐσ. κορίτσι.

Σημασιολογία

Γεροντοκόρη, ὃ βλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/