βροντοτρίχι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροντοτρίχι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βροντοτρίχι τό, ἀμάρτ. βροdοτρίχι Κύθν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. *βορδωτρίχι κατὰ παρασχετισμὸν πρὸς τὸ βροντή. ᾿Ιδ. ΜΣτεφανίδ. Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 224.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν ἀδίαντον τὸ κοινὸν (adiantum capillus Veneris) τῆς τάξεως τῶν πτεριδωδῶν (filices) ἔχον φύλλα τριχόμορφα. Συνών. πολυτρίχι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/