γεροντοκουζουλαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντοκουζουλαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεροντοκουζουλαίνω ἄμάρτ. Μές. γεροdοκουζουλαίνομαι Κρήτ. (Σέλιν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ ρ. κουζουλαίνω.

Σημασιολογία

Καθίσταμαι κατὰ τὴν γεροντικὴν ἡλικίαν ἀνόητος, μωρός: Δὲ μ᾽ ἄφηκε νὰ σταθῶ σὲ χλωρὸ κλαδί, μὰ δὲν κατέω γἤ ἔγεροdοκουζουλάθηκε γἤ τ᾽ ἀπόχρονό dου εἶναι (τ᾽ ἀπόχρονό dου = τὰ τελευταῖα τῆς ζωῆς του).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/