βροντῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βροντῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βροντῶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) βροντάω κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) βροντάου Πελοπν. (Πυλ.) βρουντῶ βόρ. ἰδιώμ. βρουντάου βόρ. ἰδιώμ. βροdῶ πολλαχ. βρουdῶ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βροdοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) βροντοῦ Τσακων. βουουdῶ Σαμοθρ. ἀβρουντάω Ἤπ. σβροντῶ Θρᾴκ. (Μέτρ.) σβρουντάου Ἤπ. (Ζαγόρ.) φροντῶ Κύπρ. βροντίζω Καλαβρ. (Μπόβ.) Κέρκ. βρουντίζου Θρᾴκ. (Ἀνδριανούπ.) σβρουντίζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μετοχ. βροντημ-μένος Ἀπουλ. βροντισμένος Ἤπ. Μακεδ. (Βογατσ.) βρουντ’σμένους Εὔβ. (Ἀκρ.) βροντιγμένος Μακεδ. (Βογατσ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. βροντῶ.
Σημασιολογία
Α) Ἀμτβ. 1) Παράγω βροντήν, συνήθως κατὰ τρίτον πρόσωπ. μετὰ τοῦ ἀστράφτω, ὃ ἰδ., κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἀστράφτει καὶ βροντᾷ κοιν. Ἔστραψεν καὶ ἐβρόντεσεν Τραπ. Βρόdα βρόdα νὰ βρέξῃ θέλει Κεφαλλ. - Λεξ. Πρω. || Φρ. Ἄλλες ᾿στράφτει κιˬ ἄλλες βροντάει (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀστάτου) Ἰνέπ. Ἔστραψι κὶ βρόντησι (ἐπὶ τοῦ σφόδρα ὀργισθέττος) Θρᾴκ. (Ἀνδριανούπ.) Ἐβρόdα καὶ κατέβαινε (ἐπὶ ἀπροόπτου γεγονότος προκαλοῦντος ἔκπληξιν) Κρήτ. || Παροιμ. Πέρα βρέχει τσ᾽ ἀλλοῦ βρουdᾷ (ἐπὶ αδιαφοροῦντος) Λέσβ. Ὅπου ἀστράφτει φαίνεται κιˬ ὅπου βροντᾷ ’γροικει͜έται (οὐδὲν κρυπτὸν) Σίφν. Ἄ δὲν ἀστράφτῃ, δὲ βροdᾷ κιˬ ἃ δὲ βροdᾷ, δὲ βρέχει (ἄνευ αἰτίας οὐδὲν συμβαίνει) Λευκ. || ᾎσμ. Ἐγώ, πουλλί μου, σ᾿ ἀγαπῶ καὶ Κύριος κατέχει, αὐτὸς π᾿ ἀστράφτει καὶ βροdᾷ καὶ συννεφιˬᾷ καὶ βρέχει Κρήτ. Κἄπου ᾽στραφτεῖ, κἄπου βροντεῖ, κἄπου χαλάζι ρίβκει, κἄπου ἐθέλησε ὁ Πλάστης μας τὸν κόσμον του νὰ κλύσῃ (᾽στραφτεῖ ἀντὶ ᾽στράφτει διὰ τὸ μέτρον) Κύπρ. Ἔστραψεν ἡ ἀνατολὴ τ’ ἐφρόντησεν ἡ δύση αὐτόθ. Βλέπει τὴ Μάλτα καὶ βροdᾷ, τὴ Μπαρμπαριˬὰ κιˬ ἀστράφτει Πάρ. Τώρ’ ἀστράβκω ταὶ καύκω σε, βροντῶ ταὶ καταλυˬῶ σε, σηκών-νω ταὶ τὸν ἄνεμον ταὶ τὸν ἄνεμον ταὶ παίρνω τὸν σταχτόν σου, Κύπρ. Συνών. βροντάζω, μπουμπουνίζω. β) Κατὰ γ΄ πρόσωπ. ἀρχίζει νὰ χειμωνιάζῃ Μύκ. 2) Παράγω ἰσχυρὸν βρόντον, ἠχῶ ἰσχυρῶς κοιν. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Τὸ κανόνι – τὸ τουφέκι βροντᾷ. Βροντῶ ’ς τὴν πόρτα ἢ τὴν πόρτα (κτυπῶ δυνατὰ) κοιν. Βρουντοῦν τὰ σίδιρα Μακεδ. (Κοζ.) Τ’ ὀρμάν’ βροντᾷ Κερασ. Τὸ νερὸ βροντᾷ Κρήτ. Ποι͜ὸς εἶν’ αὐτὸς ποῦ βρουντάει ἔτσ’; Ἤπ. (Ζαγόρ.) Φύλαγε σὺ νὰ βροdήξ’ τὸ πρᾶμα καὶ τότε θὰ πάρ’ς χαbάρ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Βροντοῦσε δυνατὰ ’ς τὸ λιθόστρωτο τὸ ποδοβολητὸ τῶν ἀλόγων ΙΔραγούμ. Μαρτύρ. Αἷμα2 51. Τὰ τροκάνιˬα μου βουβάθηκαν, πεˬὰ δὲ βροντᾶνε Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1,236. || Φρ. Βροντᾷ ἡ τσέπη του (ἔχει χρήματα) σύνηθ. Βρουdάει ἡ τσακανίκους (ἀφθονεῖ τὸ χρήμα) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ἐβρόντεσεν ἀπάν’-ι-μ’ (ἐβρόντησεν ἐπάνω μου, μοῦ ἐπετέθη διὰ φωνῶν, λοιδοριῶν, ὕβρεων κττ.) Χαλδ. Παροιμ. ’Σ τοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα | ὅσο θέλεις βρόντα (οἱαδήποτε παρακίνησις εἶναι ματαία πρὸς τοὺς μὴ ἐνδιαφερομένους διά τι) Βροντᾶν οὕλα τὰ σίδερα, βροντάει κ᾿ ἡ σακκοράφα (ἐπὶ ἀγενῶν προσπαθούντων νὰ μιμηθοῦν τοὺς ἀνωτέρους των) Πελοπν. (Κυνουρ.) Κολοκύθιˬα τά ᾽χ᾽ ἡ Ἀρχοντοῦ κιˬ ἂν βροντοῦν κιˬ ἂν δὲ βροντοῦν (ἐνν. τὰ κουδούνια της, ἐπὶ τοῦ ἀδιαφοροῦντος διὰ τὰς ἐναντίον του κατακρίσεις τῶν ἄλλων) αὐτόθ. Ὥς πότε νά ’σ᾽ ἀνύπαντρη γιˬὰ νὰ βροντᾷ ἡ ποδεˬά σου; νὰ ’παντρευτῇς, νὰ γγαστρωθῇς, νὰ ’δῶ τὴ λεβεντιˬά σου (διὰ τοὺς ἐν ἐλευθερίᾳ ζῶντας καὶ καταχρωμένους αὐτὴν) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 243. Στραβὸς βελόνα γύρευε ἔξω ’ς τὸν ἀχεριˬῶνα, κ᾿ ἕνας κουφὸς τοῦ ἕλεγε κάτω πάει βροντῶντα (ἐπὶ τῶν ἐκφερόντων γνώμην δι᾿ ὑποθέσεις, διὰ τὰς ὁποίας εἶναι ἀνίκανοι) Πελοπν. (Μεσσ.) || ᾌσμ. Μὴ χτυπᾶτε, μὴ βροντᾶτε, μὴ κεπαροπελεκᾶτε, τ’ Ἀφεντούλ’ ὁ ᾽ὲν κοιμᾶται μὲ τ᾿ ἀγᾶ τὴ θεατέραν (’ὲν = υἱὸς) Ἴμερ. 'Κούγου τὰ πεῦκα πῶς βρουντοῦν κὶ τοὶς οὐξυˬὲς πῶς βάζουν, ᾽κούγου κὶ τὰ κλεϊφτόπουλλα πῶς σκούζουν, πῶς φωνάζουν Μακεδ. (Σνίχ.) Ἄσ’ το dὸ μύλο νὰ βροdᾷ καὶ τὸ νερὸ κιˬ ἂς τρέχῃ, ἄσ’ το dὸ νεˬὸ νὰ σ’ ἀγαπᾷ καὶ διˬάφορο δὲν ἔχει Κρήτ. Νύφη, βροντοῦν τ’ ἀσήμιˬα σου καὶ μᾶς ἀκούει ὁ Χάρως Πελοπν. (Σουδεν.) Ἀκούν τὸ μπέη κ’ ἔρχεται, βροντάει τ᾽ ἄλογό του, βγαίνει μπροστὰ τὸν καρτερεῖ, μπροστὰ τὸν περιμένει Πελοπν. (Καμάρ.) Ὁ οὐρανὸς συγκόφτηκε καὶ καταγῆς βροdει͜έται Α.Ρουμελ. (Καρ.) Πέφτει τ’ ἄνθη κάτου κ’ εἰς τὴν γῆς βρουντίζει κὶ τὴν ἀγαπημένη του τὴν κακουρραγίζει Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) || Ποίημ. Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε μέσ᾽ ᾿ς τὰ στήθηˬα τους ἀργὰ ΔΣολωμ. 13 β) Ἀντηχῶ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Σούρμ. Τραπ.): Βροντάει τὸ σπίτι ἀπὸ τὸ γλέντι-τὰ τραγούδιˬα κττ. σύνηθ. Βροντοῦν τὰ ἐγκλησίας (ἀντηχοῦν οἱ ναοὶ ἐκ τῶν κωδωνοκρουσιῶν) Τραπ. Ἐσύρθεν τὸ κανόνιν κιˬ ὁ κόσμος ἐβρόντεσεν Σούρμ. || Ποίημ. Τὸ δῶμα τ’ ὁλομόναχο | βροντοῦσε ἀπὸ τραγούδιˬα ΔΣολωμ. 210. 3) Κραυγάζω, φωνάζω Πόντ. (Ὄφ. Χαλδ.): Ἀσ᾽ σὴ χολὴν ἀτ’ ἐβρόντεσε ὁ τύρι μ’ (ἐκραύγασεν ὠργισμένος) Ὄφ. || Φρ. Ἐβρόντεσεν κ᾿ ἔρται (ἐπὶ ἀνθρώπου τοῦ ὁποίου ἡ προσέλευσις γίνεται θορυβωδῶς) Χαλδ. 4) Κρημνίζομαι μετὰ πατάγου Τσακων.: Ὁ τοῖχο ἔνι βροντοῦ (ὁ τοῖχος κρημνίζεται) || Φρ. Ἐβροντάτσε ὁ τοῖχο (διελύθη τὸ συνοικέσιον). 5) Διαρρηγνύομαι, σχίζομαι, ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ κροτῶ ἐν διαρρήξει Κρήτ. (Σέλιν.): Ἐβρόdηξε τὸ δοκάρι 6) Ἐνεργ. καὶ μέσ. προσκρούω, σκοντάπτω μετὰ κρότου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Κεφαλλ. Κίμωλ.: Ἐβρόdησε σὲ μία πέτρα κ’ ἔπεσε κάτου Κίτ. Μάν. Βροντῶ καὶ πάω ’κεῖ πέρα (πάω πέρα = πίπτω) Κίμωλ. Βροdει͜έσαι σὰ στραβὸς Κεφαλλ. 7) Ἐνεργ. καὶ μέσ. προσβάλλομαι ὑπὸ νόσου Θεσσ. (Περιβόλ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Μεγαλόπ.) Στερελλ. (Δεσφ.): Βροντει͜έται ὁ Γιˬάννης Μεγαλόπ. Βρόντηξε ἡ μπατάκα μὲ τὰ πολλὰ νερὰ (προσεβλήθη ὑπὸ νόσου, κατεστράφη) Βούρβουρ. Βρόντηξε τὸ κουκούλλι (ἀρρώστησε ὁ μεταξοσκώληξ) αὐτόθ. Β) Μετβ. 1) Κρούων τι προκαλῶ βρόντον, κτυπῶ τι δυνατὰ κοιν. καὶ Πόντ.: Βροντῶ τὴν πόρτα κοιν. Βροντῶ τὴν καμπάνα πολλαχ. Μὴ βροντᾷς τὸ πόδι, γιˬατὶ βροντῶ τὸ σπαθί μου καὶ σοῦ κόβω τὸ κεφάλι Γέρο-Κολοκοτρ. 134. || Φρ. Τὸ βρόντησε (ἐνν. τὸ κανόνι, ἐπὶ χρεωκοπήσαντος ἐμπόρου) κοιν. Τὸ βρόντησε (ἐνν. τὸ γεγονός, προέβη εἰς τόλμημα ἢ διελάλησε τὸ μυστικὸν) Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. Βρόντα τα (ἐνν. τὰ χρήματα, δηλ. πλήρωνε) σύνηθ. Βρόdα μου νὰ σοῦ βροdῶ (δηλ. κατάβαλε χρήματα, πλήρωνε, δῶσε διὰ νὰ κάμω καὶ ἐγὼ τὸ αὐτό, λέγεται πρὸς τὸν ζητοῦντα μεγάλην προῖκα ὑποψήφιον γαμβρὸν ὑπὸ τοῦ πατρὸς τῆς νύμφης ἀπαιτοῦντος νὰ ἔχῃ ἐξίσου καὶ ὁ γαμβρὸς περιουσίαν) Θήρ. Τὸ βρόdησε (ἐνν. τὸ μοιρολόγι, ἤρχισε νὰ μοιρολογῇ) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Βρόντα το (ἐνν. τὸ τραγούδι ἢ τὸν χορόν, δηλ. ἄρχισε νὰ τραγουδᾷς ἢ νὰ χορεύῃς) Εὔβ. (Ἄκρ.) Τοῦ τοὶς βρόdησε (ἐνν. τοὶς ξυλεˬές, τὸν ἔδειρε) Σάμ. || Παροιμ. Μὴ βροντήσῃς ξένη πόρτα, μὴ βροντήσ’ ἡ κεφαλή σου (ἐπὶ τῶν καταχρωμένων τὴν τιμὴν τῶν ἄλλων) Κάρπ. Βρῆκε ὁ στραβὸς τὴν πόρτα κιˬ ὅλη μέρα τὴν ἐβρόντα (ἐπὶ τῶν καταχρωμένων τὴν καλωσύνην τῶν ἄλλων) Αἴγιν. 2) Καταφέρω τι μετὰ βρόντου Ἄνδρ. (Κόρθ.) Ἤπ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Στερελλ. Παρνασσ.) Χίος: Βρουdᾷ μέσ’ ’ς τ’ ἀφτιˬὰ γροθεˬὲς Κόρθ. Τοῦ βρόντηξα πέντ’ ἕξι σβερκεˬὲς Παρνασσ. Τοῦ βροντᾷ ὁ παππᾶς τὸ θυμιˬατὸ ’ς τὸ κεφάλι Χίος Τοῦ βρόdησε μία μὲ τὸ dουφέκι καὶ τὸν ἄφηκε 'ς τὸ dόπο Κίτ. Μάν. || ᾎσμ. Μιˬὰ μπαταριˬὰ τοὺς βρόντησε, μιὰ μπαταριˬὰ τοὺς ἔχει, γιόμισ’ ἡ θάλασσα παννιˬά. ἀντέννες καὶ κατάρτιˬα Ἤπ. β) Προσβὰλλω, ἐπιτίθεμαι Μακεδ.: ᾎσμ. Κιˬ ἂν τοὺς βρουντήσουμι γιˬερά, τοὺ πήραμι τοὺ Πράβι. 3) Ρίπτω, καταρρίπτω τι μετὰ βρόντου Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Μέτρ. Σαρεκκλ.) Θεσσ. (Πήλ.) Μακεδ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κίτ. Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Δεσφ. Παρνασσ.) Χίος. - ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 135 - Λεξ. Βλαστ. 511: Θὰ σ’ ἁρπάξου, ξιφταλάισμα, κὶ θὰ σὶ βρουντήξου ’π’ καταῆ νὰ σκάῃς σὰ d’λούμ’ (ξιφταλάισμα = κακομοίρικο) Ἄκρ. Νὰ μὴ τὰ σβρουντᾷς ἄλλα ’δῶ κιˬ ἄλλα ἰκεῖ Ζαγόρ. Ἄρκεψε νὰ τὸν βρουντᾷ ’ς τὴ γῆ Σαρεκκλ. Θὰ ζὲ βροdήσου χάμου νὰ σκάσῃς σὰ gαρπούζι Κίτ. Μάν. Τὸ ἄλογο τὸν εἶχε βροντήξει μιˬὰ μέρα καταγῆς καὶ πῆγε νὰ τόνε σκοτώσῃ ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. Ἤσπασε τὸ κλαδὶ καὶ βροdήχτηκα κάτω Ἀπύρανθ. Τὸ νοῦ σου νὰ μὴ βροντηχτῇς Καλάβρυτ. || Φρ. Τὰ βρόντησε χάμω (παρῃτήθη τοῦ ἔργου) Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. || Αἴνιγμ. Ἀπουπάν’ ἀπ᾿ τὴ Βλαχιˬὰ κατεβαίνει μιˬὰ κυρία, πέντε δοῦλοι τὴν κρατοῦνε κὶ ’ς τὴ γῆ τὴνε βροdοῦνε (ἡ μύξα) Σωζόπ. || ᾌσμ. Κιˬ ὁ Λεπενιˬώτης παλαβὸς ἀπ’ τὰ μαλλιˬὰ τὴν πιˬάνει, ’ς τὴ γῆ τὴνε βροντάει Μακεδ. Ἔχω δάσκαλο κακὸ καὶ δασκάλισσα κακή, ποῦ μὲ δέρν’ καὶ μὲ χτυπάει καὶ ’ς τὸν τοῖχο μὲ βροντάει Πήλ. Β) Ἀφανίζω, ἐξαφανίζω, καταστρέφω Στερελλ. (Δεσφ.): Τὰ βρόντ’ξε οὑ τόπους τὰ πράματα (ὁ τόπος δὲν τὰ σηκώνει τὰ πρόβατα, τά ψόφησε). Γ) Μετοχ. 1) Ὁ ὑπὸ ἀστραπῆς καεὶς Ἀπουλ. Φσύλα βροντημ-μένα (φσύλα = ξύλα) 2) Ὁ προσβεβλημένος ὑπὸ ἀνιάτου νοσήματος, φιλάσθενος, ἀσθενικὸς Εὔβ. (Ἄκρ.): Σὰ βρουντ’σμένου εἶναι αὐτὸ τοὺ πιδί, δὲ σών’ νὰ πάρ’ ἀπάνου τ᾿. Ἡ μετοχ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τόπον Bροντημένη Καλαβρ. (Μπόβ.) Βροντισμένη Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA