Ἀνατολᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀνατολᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Ἀνατολᾶς ὁ, Ἀνατουλᾶς Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ τοπων. Ἀνατολή.
Σημασιολογία
Ὁ κάτοικος τῆς ᾿Ανατολῆς, ἤτοι τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας, καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν ὁ Τοῦρκος: ᾎσμ. Ν’ ἀγνάντιβα τὴ Ρούμιλη κιˬ ὥς τοῦ Ζουρμπά τὴ βρύσι, πῶς πουλιμοῦν οἵ εὕζουνις μὶ τοὺς ᾿Ανατουλᾶδις. Συνων. Ἀνατολήσιˬος, Ἀνατολίτης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA