ἀρμάλ-λι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμάλ-λι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμάλ-λι τό, Ρόδ. ἀρμάλdι Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀμάλλιον. Πβ. Εὐστάθ. 1162,29 «ἀμάλλιον, σχοινίον τὸ καὶ οὐλόδετον, ἐν ᾧ δεσμοῦσιν ἀμάλλας». Περὶ τῆς ἀναπτύξεως τοῦ ρ διὰ τὸ ἑπόμενον ὑγρὸν ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 83 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Κρίκος ἐκ συνεστραμμένων κλάδων λύγου διὰ τοῦ ὁποίου συνδέεται τὸ ἄκρον τοῦ ἱστοβοέως τοῦ ἀρότρου μετὰ τοῦ ζυγοῦ. Συνών. ἀρμαλ-λιˬά. 2) Κρίκος ὁ ὁποῖος τίθεται εἰς τοὺς πόδας ζῴων διὰ νὰ μὴ δύνανται ταῦτα νὰ τρέχουν ἢ νὰ ὑπερπηδοῦν φράκτας μόλις δυνάμενα βραδέως νὰ βαδίζουν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA