Ἀνατολήσιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἀνατολήσιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Ἀνατολήσιˬος ὁ, Ἤπ.-Χχρηστοβας. Χρόν. σκλαβ. 16

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ τοπων. Ἀνατολὴ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ήσιˬος

Σημασιολογία

1) Τοῦρκος καταγόμενος ἐκ τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας: Ὁ Κιˬουταχῆ πασιˬᾶς μὲ τοὺς ᾿Ανατολήσιˬους κιˬ ὁ Ὀμὲρ Βρυώνης μὲ τοὺς ’Αρβανῖτες Χχρηστοβας. ἔνθ’ἀν. Συνών. *Ἀνατολᾶς, Ἀνατολίτης. 2) Τὸ οὐδ. ἀνατολήσιο, εἶδος ὑφάσματος (λαβόντος τὸ ὄνομα ἐκ τοῦ τόπου τῆς προελεύσεως) Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/