ἀνατολικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνατολικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνατολικὸς ἐπίθ. κοιν. ἀνατου’κός βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀνατολικός.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ πρὸς ἀνατολὰς ἐστραμμένος ἢ κείμενος, ὸ ἕῷος κοιν. : Ἀνατολικό σπίτι-δωμάτιο-παράθυρο κττ. κοιν. Συνών. προσηλιˬακός, ἀντίθ. ἀποσκιˬερός. 2) Ὁ ἐξ ἀνατολῶν προερχόμενος κοιν. : Φυσᾷ ἀνατολικὸς (ἐννοεῖται ἄνεμος, ἤτοι ἀπηλιώτης) Κρήτ. ǁ ᾎσμ Ἀρχίζ’ ὁ νότος τὸ νερὸ κιˬ ὁ κὺρ βορεˬὰς τὸ χιˬόνι κιˬ ἀρχίζει κιˬ ἀνατολικός τὸ σταυρωτό χαλάζι Κρήτ. 3) Ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς τὴν ᾿Ανατολὴν κοιν.: Φρ. ᾿Ανατολικὀ ζήτημα (ἐπὶ ὑποθέσεως περιπλόκου ἢ χρονισάσης, ἐκ τοῦ περιωνύμου ἱστορικοῦ ζητήματος περὶ τοῦ δυνατοῦ τῆς ἐκδιώξεως τῶν Τούρκων ἐκ τῆς Εὐρώπης καὶ Μ.’Ασίας). 4) Ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἀνατολικὴν ἐκκλησίαν (ἡ σημασιολογικὴ χρῆσις παρὰ τοῖς καθολικοῖς) Σῦρ. : Ὁ δεῖνα εἶναι ἀνατολικός, δὲν εἶναι δυτικός. ’Ανατολικὰ Χριστούγεννα (τὰ Χριστ. τῶν ὀρθοδόξων). Συνών. ὀρθόδοξος ἀντίθ. δυτικός, καθολικός. Β) Ουσ 1) Τὸ θηλ. ἀνατολικὴ ἢ ἀνατολικε͜ιὰ ἡ, εἶδος δαμασκηνέας μὲ λευκὰ ἐπιμήκη δαμάσκηνα (μετεφυτεύθη ἐξ ᾿Ανατολῆς) Κύπρ. 2) Τὸ οὐδ. ἀνατολικὸ τό, α) Ὁ καρπὸς τῆς ἀνατολικῆς Κύπρ.: Μᾶς ἐφέρασιν σήμ-μερα ἕναν καλάθιν ἀνατολικά. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Πρόδρομ 4,129d (ἔκδ. Ηesseling-Pernot) «τὰ λέγουν ἀνατολικὰ, τά λέγουν λαγυνᾶτα» β) Εἶδος σταφυλῆς μὲ ρᾶγα λευκήν, τραγανήν, μετρίου μεγέθους καὶ ὀλίγον πεπιεσμένην πολλαχ. Συνων. ραζακί, Ἡ λ. καὶ ὠς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Ανατολικό πολλαχ Ἀντελικὸ Στερελλ. (Μεσολόγγ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA