ἀχναρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχναρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχναρίζω Κύθηρ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀχνάρι.

Σημασιολογία

1) ᾿Ακολουθῶ τὰ ἴχνη τινός, ἰχνηλατῶ Κύθηρ.: ’Αχναρίζει τὸ σκυλλί 2) Προχωρῶ Πελοπν. Βούρβουρ.: Τὸ λυκογάιδουρο δὲν ἀχναρίζει ὁλότελα. 3) ᾽Αφίνω ἴχνη ὡς σημεῖον Λεξ. Δημητρ. 4) Κατασκευάζω τὸ ἀχνάρι τινος, σχεδιάζω τι Λεξ. Δημητρ.: 'Αχνάρισε τὸ ἐργόχειρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/