ἀχναροκόπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχναροκόπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀχναροκόπος ὁ, Νάξ. ('Απύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀχνάρι καὶ τοῦ -κόπος, περὶ οὗ ὡς παραγωγικῆς καταλ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν 'Αθηνᾷ 22 (1910) 245.
Σημασιολογία
Σχέδιον, μέτρον πρὸς κοπὴν ἐνδυμάτων κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA