ἀρμαρόλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμαρόλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρμαρόλα ἡ, Κρήτ. Κύπρ. μαρμαρόλα Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρμάρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-όλα. Τὸ μαρμαρόλα ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ οὐσ. μάρμαρο.
Σημασιολογία
1) Θυρὶς ἐντὸς τοῦ τοίχου πρὸς ἐναπόθεσιν δοχείου ὕδατος ἢ ἄλλων ἀντικειμένων τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνάγκη νὰ εὑρίσκωνται πρόχειρα Κρήτ. 2) Θήκη τροφίμων Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA