ἀνατολομπρογέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνατολομπρογέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνατολομπρογέρνω ἀμάρτ. ἀνατολομπροέρνω Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνατολὴ καὶ τοῦ ρ. μπρογέρνω.
Σημασιολογία
Ἀνατολογέρνω, ὃ ἰδ.: Κἀνένας δὲν εὕρέθην νὰ πάρ’ ἀφόριˬο λαῢνι καἱ ἑφτάφλεο νερὸ νὰ τ᾽ ἀνατολομπροείρῃ (ἐξ ἐπῳδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA